Ο ολιγόμυαλος, αυτός που χαζοφέρνει.
Συνώνυμα: λειψός και λειψοκούκης.

Αφού τό 'χει ξίκικο (το κεφάλι), τί χαίρι περιμένεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
tsipouropotis

Στον Βόλο ο ολιγόμυαλος αναφέρεται ως ξήκης!

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που είναι λειψός στο ζύγι (π.χ. σου πουλάνε 2,50 κιλά κιμά αλλά στην πραγματικότητα είναι 2,200: είναι ξίκικο.)

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Άρα και η φράση για τον λειψόμυαλο, ίσως σημαίνει ότι δεν τα 'χει 400, ως ώφειλε. 400 είναι τα δράμια της οκάς. Προφανώς το σωστό μυαλό είναι μια οκά, ούτε δράμι λιγότερο.

#4
deinosavros

τουρκ. eksik = ελλιπής.

#5
xalikoutis

Ωραίο και ελληνοπρεπέστατο, αν και τούρκικο. Βλ. και λιγονούσης.

Για όποιον θέλει να διαβάσει σχετικά με την επιστημονική περικύκλωση των ξίκικων και λειψοκούκηδων, μπορεί να διαβάσει το βιβλίο The Incomplete Child όπου μαθαίνουμε ότι οι μαθησιακές δυσκολίες είναι η νοητική καθυστέρα των πλουσίων, και το αντίστροφο (πώς λέμε: «-παιδί μου έχουμε σκάφος; - όχι, πατέρα. - έ, τι γκέυ μου λες, αδερφάρα και πούστης είσαι»).

#6
dryhammer

Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).

Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.

#7
dryhammer

Ά ναι! περίπου συνώνυμο του ούργιος (και του επίσης Χιωτικου αγαλιάς) Όπου ξύκης = λειψός --> αγαθός δηλ χαζός ούργιος <ούριος = ευνοϊκός, βολικός αρα εύπιστος, αγαθός κλπ αγαλιάς (από το αγάλλομαi;;) άρα χαζοχαρούμενος, που χαίρεται άνευ λόγου και αιτίας άρα αγαθός, χαζός

Επειδή οι Χιώτες, της πόλης της Χίου, θεωρούν τους κατοίκους του Βροντάδου (κωμόπολη βόρεια της πόλης) χαζούς προέκυψε και το: (Κατα το: Welcome to Tijuana, tequila, sex and marijuana)
Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες

Θα μου πάρουν το σκάλπ, αλλά δε γαμιέται, έχει αραιώσει έτσι κι αλλιώς...