Γνωστή έκφραση που αποκτά νόημα μόνο ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος: φυλάω ή κρατάω τσίλιες. Σημαίνει ότι βρίσκομαι σε εγρήγορση, προσέχω και παρατηρώ, ώστε να μην γίνουμε αντιληπτοί από όργανα της τάξης, τη στιγμή που ο συνεργός μου κάνει κάτι παράνομο ή απαγορευμένο.
Ετυμολογικά, η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. ουδ. ciglio 'βλεφαρίδα, βλέφαρο', πληθ. ciglia]. Συχνά συναντάται και το ουσιαστικό «τσιλιαδόρος», αυτός δηλαδή που κρατάει τσίλιες.
Τίτλος διαδικτυακού άρθρου:
Αστυνομικός έπαιρνε «μισθό» 3.000€ για να κρατά τσίλιες σε «φρουτάκια».Ρεμπέτικο άσμα «Της μαστούρας ο σκοπός»
«...με τη σειρά μου θα τον πιω
τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..»Εκ του διαδικτυακού αστυνομικού δελτίου:
Στις Συκιές, ο τσιλιαδόρος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Έτσι, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, μαζί με έξι τζογαδόρους και τον ιδιοκτήτη καφενείου, όπου έπαιζαν ζάρια, με 7.500 ευρώ.
3 σχόλια
Hank
Επιμορφωτικός!
GATZMAN
Λέω να κρατήσω τσίλιες μην τυχόν και μου το φάει κανείς
deinosavros
Γλωσσικών ωσμώσεων συνέχεια :
Το τουρκ. erketeci (ερκετετζί) = τσιλιαδόρος προέρχεται από το ελληνικό έρχεται (ενν. η αστυνομία).
Κάπου στον Πετρόπουλο διάβαζα ότι στην τούρκικη αργκό χρησιμοποιείται και η ελλ. λέξη pami = άντε, πάμε.