Ως ματζόβολο, χαρακτηρίζουμε κάποιο αντικείμενο που είναι ή μικρό ή εύχρηστο. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να χαρακτηρίσουμε άτομο, που είναι είτε καλόβολο ή εύκολο στη μεταχείριση (αν μιλάμε για ερωτικό παρτενέρ).

  1. - Παω να φέρω το αμάξι και φύγαμε, ΟΚ; - Ρε, άσε καλύτερα, να πάμε με το δικό μου. Είναι πιο ματζόβολο και δεν θα μας φύγει ο κώλος για παρκάρισμα...

  2. - Έχει έρθει ένα ξαδερφάκι μου από επαρχία και το φιλοξενώ αυτές τις μέρες...
    - Πωπω, αναστάτωση, ε;
    - Όχι μωρέ... Είναι πολύ ματζόβολος, μια χαρά!

  3. - Ρε φίλε, δεν τις μπορώ αυτές τις νταρντάνες... Εγώ την κοπέλα την θέλω να' ναι ματζόβολη, πώς να το κάνουμε...

Βλ. και σχετικό λήμμα μανιτζέβελο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

«Ματζινέβελο» το ήξερα.

#2
ο αυτοκτονημενος

ματζομανίβελο

#3
acg

και μανιτζέβελο ή μανετζεβελο, που στο φιναλε^2 εχει και μια λογικη (απο το manageable). Λεμε τωρα.

#4
ο αυτοκτονημενος

σωστα τα σπρεχαρεις hal