Έμεινα ρέστος - χρεοκόπησα - έμεινα ταπί - έμεινα στον άσσο.

Συνήθως, τα χρήματα τα βάζουμε στις τσέπες μας («τσέπη», λέξη τουρκική Shep, θυλάκιο ενδύματος). Όταν, λοιπόν, δεν έχουμε καθόλου χρήματα και οι τσέπες μας είναι άδειες, τότε έμεινε το ένα πανί της μίας μεριάς της τσέπης απέναντι στο άλλο: «πανί με πανί». (Πανί - μεταγν. παν(ν)-ίον, υποκορ. του μεταγν. πάννος» - λατιν. Pannus - ελλ. δωρ. πάνος (= πήνος, ύφασμα).

Υπάρχει και ο αντίποδας «έχει καβούρια στην τσέπη»: είναι τσιγκούνης (δηλαδή, μεταφορικά, φοβάται να βάλει το χέρι στην τσέπη μήπως και τον δαγκώσει ο κάβουρας).

- Άντε ρε φιλάρα να πάμε καμιά βόλτα.
- Πού να πάω ρε, άντε άσε με, είμαι πανί με πανί...
- Ά ρε σε ξέρω, δε σε ξέρω νομίζεις, παλιοτσιγγκούναρε, καβούρια έχεις στη τσέπη και φοβάσαι να κεράσεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία