Αυτός που την έχει ακούσει με τριπάκι ή πακιτρί.

  1. - Πώ, τρίπιος ο δικός σου δικέ μου!

  2. Εδώ: Και ο Hicks γκρίνιαξε σχετικά με το ζήτημα του βλάκα που πηδάει από το παράθυρο τρίπιος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

γιάννης τριπάριος