Συναντάται μεταξύ των γκεϊμεράδων. Πωρωμένος σημαίνει, ο τυπάς που έχει κολλήσει στο μηχάνημα, βαράει 24ωρα στο Lineage, και κλέβει λεφτά από το πορτοφόλι του μπαμπά του για να πάει στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς του.

- Ρε Μιχάλη, πάλι εδώ σε βρίσκω. Τι θα γίνει ρε, θα βγούμε για κανένα γκομενάκι;
- Μπα, παίζω εδώ Counter και τη βρίσκω άγρια!
- Τι πωρωμένος είσαι εσύ ρε; Πώς πωρώθηκες έτσι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

εναλλακτικές ορθογραφίες - χάος: πωρρωμένος, πορρωμένος, πορωμένος Παίζουν επίσης τα «πόρρωση» και έχουμε και τα «πώρωση» και «πόρωση», χαημός, δείτε το στα λεξικά και στο γουγλ)».
βαρκελώνιε, αν θες συμπλήρωσε εσύ κάτι για την γενικότερη έννοια της λέξης.

#2
Galadriel

Καλά, εννοείται ότι ο όρος είναι πολύ παλαιότερος του λάινεϊτζ και προϋπήρχε ακόμα και των πέρσοναλκομπιούτερς (από εποχές dos λέμετε).

#3
GATZMAN

Κια στην εποχή του Κοπέρνικου, έτσι λεγόταν

#4
Galadriel

Τραγουδιστής στα 80ς ο τζες;

#5
Επισκέπτης

Και στην εποχή του Μητσοτάκη έτσι το λέγαμε