Σύνθετη λέξη από το ουσιαστικό κοράκι (λόγω της μακροβιότητάς του) και την κατάληξη -ζώητος (< ζωή).
Επίθετο «κορακοζώητος, -η, –ο»: που ζει πολλά χρόνια, που φτάνει σε πολύ μεγάλη ηλικία.
Κορακοζώητος (ο): Υπέργηρος.
Άλλες φράσεις με κοράκια: κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει, όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, κορακίστικα (λεκτικός ιδιωματισμός που αναπτύχθηκε επί τουρκοκρατίας), κορακιάζω (διψάω πολύ), μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά, κρά ρε κρά (κράξιμο)
Αυτός ο γέρος είναι κορακοζώητος.
Να ζήσετε! Κορακοζώητοι να είστε!
1 σχόλιο
GATZMAN
H λέξη παίζει και στον Ζήκο