Ανέσωστος, ανέσωστη, ανέσωστο (επίθετο): άσωστος.

Ατελείωτος, αυτό που δεν σώνεται (δεν τελειώνει).

- Τον ατελείωτο έχεις ρε στην τουαλέτα; αντε σώνε και χέστηκα απάνω μου!
- Τον ανέσωστο έχω, τι να κάνω, τσίρλα έχω και σκουπίζομαι με χαρτοπόλεμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία