1. Αυτή που γαμιέται με τον «πάσα έναν» (sic), δηλαδή με όλους.

  2. Αυτή που γαμιέται από πάσες. Όταν ο ένας την πασάρει στον άλλον -συνήθως τον κολλητό του- για να γίνουν και οι αναγκαίες συγκρίσεις μετά, στον καφέ.

  1. Πασαγαμιόλα είναι η κυρία. Μακριά μην κολλήσουμε κανά έιντς.

  2. Έλα ρε μαλάκα κάνε μου κονέ, πασαγαμιόλα είναι, θα της αρέσει η αλλαγή. Μέσα στην οικογένεια θα μείνει άλλωστε...

Πές-πές, τελικά τον έψησε... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Βλ. και ποδήλατο του χωριού, ψωλοκρεμάστρα, παρτόλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία