Προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης lock (κλειδώνω).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η χρήση του όρου χρησιμοποιείται με την έννοια: εντοπίζω κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο, εστιάζοντας και επικεντρώνοντας την επαφή μου σ' αυτό. Κλειδώνω δηλαδή την προσοχή μου πάνω του.

Ανεξαρτήτως αν κινείται ή δεν κινείται, δεν το χάνω απ' τα μάτια μου.
Γι' αυτό το παρακολουθώ, είτε με το βλέμμα, είτε ακολουθώντας το.

Πέρα από τη γενική χρήση του όρου σε συνθήκες καθημερινότητας, ο όρος έχει ευρεία χρήση στην αεροπορία όπου, π.χ, ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο πριν βομβαρδίσει ένα άλλο, αφού το εντοπίσει, το ακολουθεί μένοντας επικεντρωμένο πάνω του, μέχρις ότου προκύψει το κατάλληλο timing για να υλοποιήσει την αποστολή του (βομβαρδισμός).

  1. ...νηφαλιότητα, εποπτεία του χώρου... εντοπίζω τον στόχο, λοκάρω και εφορμώ (διακριτικά πάντα).

Κατάσταση καμακώματος.
Δες

  1. Είχα κάτσει στο καφέ περιμένοντας την αρραβωνιαστικιά μου τη Λίτσα. Στο μεταξύ λόκαρα τη σερβιτόρα. Είχα κολλήσει τα μάτια μου πάνω της και έτσι δεν πρόσεξα τη Λίτσα που μπαίνοντας λόκαρε στη φάση. Τι αν σου λέω; Με πλησίασε και μου 'ριξε μια σφαλιάρα... μα μια σφαλιάρα... Ασ' τα... Είδα τον ουρανό σφοντύλι.

  2. Το βομβαρδιστικό αεροπλάνο, λόκαρε συνέχεια τον στόχο του, μέχρι που ήρθε σε ενδεδειγμένη θέση βολής.

(από GATZMAN, 24/03/09)(από nick, 24/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Απόλυτα σλανγκικό σε καμακιές εφαρμογές!

#2
GATZMAN

!

#3
GATZMAN

Μήδια σπέκ για το φανταστικό μήδι-ραντάρ-σταθμό συλλογής-επεξεργασίας δεδομένων σε real time circumstances!