Από το σλαβ. popara. Ψωμί μουσκεμένο σε νερό ή γάλα / πρόχειρο φαγητό από κομμάτια ψωμιού βρασμένα με κρασί ή λάδι. Η κατάσταση που βρίσκεται το ψωμί δικαιολογεί και την χρήση της λέξης λόγω ομοιότητας στο παπάρι και στις παπαριές.

  1. Μου έπρηξες τα παπάρια! Θα σου πάρω το καινούριο πλυντήριο όταν πάρω το δώρο του Πάσχα!!

  2. Τι παπαριές ακούσαμε από τον Θόδωρο χτες δεν λέγεται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Η popara τρωει papara

#2
GATZMAN

Και γίνεται της πόπης!

#3
Vrastaman

...σαν την γιαγιά την Βορβορόπη!

#4
GATZMAN

!!!

#5
krepsinis

αξιόλογο!

#6
Επισκέπτης

Άρη αν ήσουνα παπάς πως θα σε φωνάζαμε; Μα φυσικά Παπάρη!!

#7
PUNKELISD

«[...]Έεερε παπάρα που θα δουλέψει![...]» Θου Βου.

#8
PUNKELISD

Για την ακρίβεια:

Νίκος Φέρμας: Που ΄σαι! Φέρε αλάτι, πιπέρι, λάδι, ξίδι, μουστάρδα και κανέλα!

Θανάσης Βέγγος: Να σου φέρω και λίγο λιναρόσπορο;

Νίκος Φέρμας: Βρε ασ΄ την κουβέντα και κάνε δουλειά σου!
Και που ΄σαι! Ρίξε έξι εφτά μερίδες ψωμί!

Θανάσης Βέγγος: Α, ρε, παπάρα που θα πέσει!

(αποδώ)