Από τα Μικυμάου για το δάκρυ, κλάψιμο.
Συνώνυμο: κλαψ.
Μεγεθυντικό: λυγμ.
Πρβλ. σλουρπ!, μούμπλε μούμπλε, γκλουπ, σμπαρακουάκ.
Σλανγκικώς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για το σνιφάρισμα κοκαΐνης και τις μυτιές.
Πέρι: Ο Πιερ έφυγε για το Αμπιτζάν και με άφησε μόνο! Σνιφ! Κλαψ! Λυγμ!
2 σχόλια
Galadriel
Το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλαψ: Κλαις κλαψ, αρχίζουν να τρέχουν οι μύξες, σνιφ τις ρουφάς, κλαψ και πάλι και πάει λέγοντας. Πρόβλημα αν αντί για το σνιφ, πέσει σλουρπ, εκεί είναι αηδία σκέτη.
Hank
Έτσι! Απαραίτητη η διευκρίνιση! Οπότε ενοποιούνται οι δύο σημασίες.