Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Cunning Linguist

Λοιπόν ακριβώς τη στιγμή που τσεκάρησα αν έχει περαστεί το σνιφάρω, το πέρασες εσύ! Μα ποιος είσαι ρε Ντέρτι; Πριν από μας για μας! :)

#2
Vrastaman

Μονάδα μέτησης του σνιφαρίσματος είναι η ρουθουνιά. Χαρίζεται σε όποιο καβουροσλανγκόσαυρο προλάβει!

#3
Vrastaman

@Γλωσσογλυφοτέτοιος: Κάτι πρέπει να γίνει με την παντοκρατορία των χαμερπών αυτών όντων!

#4
ο αυτοκτονημενος

μπα μπα μπαμπά

#5
dubbass

Ανέκδοτο.

Το παιδί στο δωμάτιο και καλά διαβάζει ενώ η μητέρα μαγειρεύει στην κουζίνα.
Μητερα: Παιδί μου ελά να φάς.
Παιδί: Τώρα μαμά, τελειώνω, δύο γραμμούλες έχω ακόμα.
Σνίίιιιιίιιίιίίίφφφφφφφφ

#6
Hank

χαχα