1. Εντοπίζω μέσα σε πλήθος, είτε άτομο, είτε αντικείμενο, είτε λανθάνουσα κατάσταση.

  2. Βγάζω τελεσίδικα συμπέρασμα για το ποιόν ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.

  3. [Μαζί με το 2] Απομονώνω κοινωνικά κάποιο άτομο για κάποιο λόγο, κυρίως ηθικό, ή ψευτοηθικό.

1α.
Μάτι ρουφιάνου έχεις μωρ' αδερφάκι μου... Πού την στάμπαρες την παρέα μόλις μπήκαμε στο μαγαζί; Εδώ μέσα γίνεται της πουτάνας!

1β.
- Το στάμπαρα το πρόβλημα, είχε φύγει μια φτερωτή απ' το βεντιλατέρ και χτυπούσε στο ψυγείο. 320 ευρώ σύνολο θα σου βγει.
- Πόσα;! Δε μιλάς όμορφα μάστορα!
- Τι να σου κάνω; Πόρσε μου ήθελες! Στο αμάξι σου αν θες να ξέρεις το «Μπαμπά μην τρέχεις» έχει 150 ευρώ! [(c) το τελευταίο: «Κωνσταντίνου κι Ελένης - έλεος;]
- Την τύχη μου...

  1. Στο »Βιετνάμ« θα πάμε ρε; Είσαι τρελός; Αυτό είναι σταμπαρισμένο πουστράδικο!

  2. Μέσα σε δυο μέρες τον σταμπάρανε όλοι στη μονάδα τι κωλόβυσμα και χαφιές ήταν, κανείς δεν του μιλούσε. Στο τέλος έφτασαν να του κάνουν έφοδο και να μην του λένε τα συνθηματικά, για σπάσιμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ο αυτοκτονημενος

σταμπα =σφραγιδα

#2
knasos

Τέλειο το λήμμα σπεκ και τα τοιαύτα. Αλλά όχι και σταμπαρισμένο πουστράδικο το Βιετνάμ ρε συ! Εκτός αν είναι απλή συνωνυμία.

#3
patsis

Έβαλα τυχαία το όνομα γιατί δεν θυμόμουν κανένα πραγματικό. Συνειρμός από το «Βιετνάμ» της ταινίας «Όλα είναι δρόμος», που, δεν είναι μεν πουστράδικο, αλλά τελικά γίνεται της πόπης στο μαγαζί.
σ.ς.: Ελπίζω οι συνειρμοί μου να μην φανούν ομοφοβικοί... Εμπρός καλές μου Γιαλόμεεεεες!