H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».
«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας.»
H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».
«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας.»
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
2 σχόλια
GATZMAN
χεχε...ολα μέσα
Επισκέπτης
μπορεις να πεις οτι και οταν σε τσιμπουκωνει σε ισοπεδωνει οσαν οδοστρωτηρας