Στα τραπουλόχαρτα το μπαστούνι.
Το πείσμα, ο θυμός λόγω ενόχλησης. «Έχω πίκα κάποιον» = τον έχω άχτι. Συνώνυμο: φούρκα.
Το σκωπτικό πείραγμα.
Ετυμολογία: πίκα < ιταλικό picca = αιχμή < γαλλικό pique < ρήμα piquer < λατινικό **piccare* = τρυπώ, κεντώ < picus = δρυοκολάπτης.
Πρβλ. pique-nique = πικνίκ, piquant = πικάντικος. Οπότε ίσως υπάρχει ετυμολογική συγγένεια ανάμεσα στην πικάντικη πουστάρδα και το πισωκέντης.
Ασίστ: Άψογος acg.
Πιερ: Δεν τον γαμώ εδώ και μια βδομάδα από πίκα. Ντάμα πίκα του Πούσκ(τ)ιν έχει καταντήσει!
1 σχόλιο
GATZMAN
Ετς!