Το πρεζάκι, ο ναρκομανής. Αλλόμορφο της λέξης ζέο.

Ετυμολογία: από την ζα (ηρωίνη), που είναι συγκοπή του ζαπρέ, που είναι ποδανά για την πρέζα. Η ίδια η πρέζα έχει πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία (βλ. σχόλια στο λήμμα).

- Ποιος ήταν αυτός, τον ξέρεις;
- Λεφτά μωρέ γύρευε! Πού να τον ξέρω, δεν κάνω παρέα με ζίου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Ωρα είναι να υπάρχει και όρος ζίτσου. Ούτε από φουτζίτσου, ούτε εκ του ηπειρώτικου χωριού Ζίτσα. Μιλάω για ζίτσου σπό ζίου ζίτσου.

#2
Vrastaman

ζίτσου = ο Ηπειρώτης οινοχόος
φου ζίτσου: το ληγμένο Γιαπωνέζικο sake 'Η Απονία'

#3
GATZMAN

ζαμαν φου ζίτσου / ζαμάν φούντα(ναρκωτικό)- ζίτσου
κουνγκ φου ζίτσου

Κάβουρα κάνε παραλαβές