Η γυναίκα που μονίμως κλαίει και παραπονιέται με το παραμικρό ή έχει μια κλαψιάρικη, μίζερη φάτσα, και ποτέ μα ποτέ δεν δείχνει ότι κάτι την ευχαριστεί.

Πιθανώς η ετυμολογία της λέξης έχει να κανει με τα υγρά κλαμμένα μάτια που παραπέμπουν σε υγρό μουνί, είτε με την σλανγκ έκφραση της γυναίκας ως μουνί.

Αμάν βρε παιδί μου αυτη η Αννούλα, τι κλαψομούνα που είναι. Την πήγα για καφέ, την πήγα σινεμά, προχθές βγήκαμε για φαί, και πάλι μυξοκλαίει ότι δεν την προσέχω. Δεν την αντέχω!

Δες και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Το λήμμα απέκτησς ορισμό που του αξίζει!

#2
GATZMAN

Ε...ετσι!

#3
iron

αντιπροσωπευτικός της κλαψομούνας, ο στίχος αυτού του μπλιάχ τραγουδιού: «λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύωωω» ...

#4
Galadriel

Εμένα πάλι ιρον αυτό το τραγούδι μου θυμίζει το παράδειγμα με την πάμπλουτη που πλήρωνε και παρακαλούσε παρόλα αυτά να γλύψει καναν πέο, το οποίον και με έχει συγκλονίσει.

#5
iron

είναι συγκλονιστικό, η αλήθεια να λέγεται. όμως αυτή μάλλον ήθελε να ικανοποιηθεί / επιβεβαιωθεί σεξουαλικά, καθότι ήταν (λένε) τέρα, χοντρή, κλπ. Σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δεν ζήταγε ψίχουλα αγάπης. Ή τα ζήταγε με άλλα λόγια. Η αγάπη γι' αυτήν ήταν μάλλον άπιαστο όνειρο. Φρίκη. Και ακόμα πιο φρίκη η συνέχεια της ιστορίας: την μπαγλάρωσε κάποτε ένας ζιγκολό, της πούλησε έρωτα, την ξεφτίλιζε επί 4 χρόνια δημοσίως, της έφαγε την περιουσία, και μετά την παράτησε. Δεν ξέρω τι απέγινε αυτή.

#6
GATZMAN

Πούλαγε κεράκια στην Ανάσταση. Την είδα εγώ. Κάτι της θύμιζαν τα κεράκια....

#7
vikar

Της γριάς η γλώσσα σταματημό δεν είχε: «Φτιάξε λίγο τα μαλλιά σου, δε θέλω κλάματα. Μπαΐλντισα ογδόντα χρόνια κλαψομούνα. Βλέπεις τι κόσμος τρέχει δεξιά κι αριστερά; Για κοίτα στρατό και χωροφυλάκους! Όλοι αυτοί είναι αρσενικοί, μας περιμένουν, μας χρειάζονται, είναι οι άντρες μας, αυτοί θα μας βάλουν στεφάνι... Είμαι ικανή να τους πάρω όλους».

(Θ. Γρηγοριάδης, «Το Παρτάλι», Πατάκης, 2001)