1. Χώνω, δέρνω, χτυπάω.
  2. Ζαλίζομαι.
  3. Θυμώνω πολύ, γίνομαι έξαλλος.

Προφανώς έχει σχέση με τη σβούρα, την κίνησή της, την ταχύτητά της κλπ.

  1. Με το που μου ξεστόμισε αυτή την αρχιδιά, του σβούρηξα μια ξανάστροφη κι έφυγε όλος πίσω.

  2. Μαλάκα, ο τύπος δεν είναι καλά! Μια κουβέντα του είπα, «με γειά το πουκάμισο» του λέω, και μού 'χωσε μια σφαλιάρα άλλο πράμα... Σβούρηξε το κεφάλι μου!

  3. Τις προάλλες μπήκε η πεθερά μου με το κλειδί στο σπίτι μας χωρίς να χτυπήσει κουδούνι και σβούρηξα, φίλε μου... Τα είδα όλα, λέμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Και «σβουριχτό φιλί», το λέμε πολύ...