Αυτός ή αυτή που έμμεσα ή άμεσα ασχολείται με την επί χρήμασι παροχή ερωτικών υπηρεσιών.

Ο μαστροπός, ο νταβατζής, η τσατσά, η πόρνη, ο ζιγκολό.

- Ρε συ, που βρήκε αυτή την τζιπούκλα ο Λάκης;
- Έκανε κονέ με κάτι Μολδαβές και έγινε επιχρηματίας.

Δες και -ατίας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Ετσ!

#2
GATZMAN

Με την αξιολόγηση της επένδυσης...χε χε

#3
baznr

Είναι πολύ βολικός στη χρήση όρος γιατί μπορείς να το πεις και σχεδόν κατάφατσα στον άλλ(ο/η) χωρίς να το πιάσει αν είπες επιχρηματίας ή επιχειρηματίας.

#4
GATZMAN

!