Επίστρωση βρώμας η λεγόμενη και ως «μπίχλα» (απλά είναι πεπαλαιωμένη μπίχλα). Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και για την κίτρινη βρώμα που συσσωρεύει το πέος εσωτερικά του επικεφάλιου δέρματος. Συνήθως το λέμε μετά το ρήμα «πιάνω».

-Έχω να κάνω μπάνιο 11 μέρες και εχω πιάσει μάκα...

Βλ. και σκόρτσα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

ο Παναγάκος Γιώργος εν αντιθέσει με τους υπολοιπους θεωρητικούς της ακαδημίας Αθηνών υποστηρίζει οτι Μάκα αποτελούν και τα γρομπαλάκια νεκρών δερματικών κυττάρων τα οποία εκφέυγουν του σώματος είτε δια του ελαφρού κνησμού μετα της ακραίας μη σμιλευμένης ονύχου, συνήθως του μεσαίου δακτύλου, απο έναν γνήσιο θιασώτη του κινηματος των αντιρρησιών πλυσιματος και συχνών θαμώνων των Χ.Υ.Τ.Α.

#2
xalikoutis

κύριε Παναγάκο, είμαι βέβαιος ότι θα εξέφραζα όχι μόνο τα εδικά μου αλλά και τα συναισθήματα σύμπασης της ομήγυρης αν σας εζήτουν να φτιάξετε κανονικό λογαριασμό. Μόνο να κερδίσουμε έχουμε από την συναναστροφή σας.

#3
jesus

makass θα μπορούσε να είναι κ το βρωμερό αντίπαλον δέος των jackass. σεφερλίτιδα.

#4
jesus

@χαλ: όντως, πρόκειται περί φωτεινού μανιάτη.

#5
Ο ΑΛΛΟΣ

Ωραίο συνώνυμο είναι και η πατζέχρα.

Μεταξύ μάκας και μπίχλας υπάρχει, νομίζω, η εξής λεπτή διαφορά: η μάκα έχει υλική υπόσταση, είναι η λεπτή επίστρωση που ορθώς αναφέρει ο Τόττης, ενώ η μπίχλα είναι μάλλον η κατάσταση βρόμας, η ακαθαρτότητα, η βρομικότητα (...άκαρπες προσπάθειες να βρω την κατάλληλη λέξη...) η μπίχλα τέλος πάντων.

#6
johnblack

Συνήθως λέγεται για τις αγάμητες γκόμενες: έχει πιάσει το μουνί της μάκα απ' την αγαμησιά.

#7
HODJAS

Στός!
Βλ. και ρήμα μακιάζω, ουσιαστικό μακιά (ιταλ. macchiare, ισπαν. manchar), κεφαλλονίτικα μάκα-τσάργα κλπ.

#8
dpresv

προσωπικά γνωρίζω και χρησιμοποιώ και την extended version «μακαβιόλα», ίσως είναι πιό εμφατικό ή υποδηλώνει κοράτσα μεραγλύτερης έκτασης/πάχους