Το να βγάλεις έστω και μία ψείρα από το κεφάλι κάποιου δεν είναι δα κι εύκολη υπόθεση, ρωτήστε τις μαμάδες μαθητών δημοτικού, ή, καλύτερα, τις μαϊμούδες σε έναν ζωολογικό κήπο -δεν κάνουν κι άλλη δουλειά. Είναι μια κοπιαστική εργασία πάνω στην σχεδόν αόρατη πλην όμως ενοχλητική λεπτομέρεια.

Όταν λοιπόν ξεψειρίζουμε -μεταφορικοσλανγκικά πια- ένα θέμα, σημαίνει ότι υπερ(απ)ασχολούμαστε με δαύτο, ότι διυλίζουμε τον κώνωπα και ότι καλύτερα θα ήταν να μην κολλάγαμε σε αυτή την διαδικασία, γιατί χάνουμε ώρες ζωής πολύτιμης.

- Ναι, αλλά αυτό πάλι γιατί το είπε; Μήπως εννοούσε κάτι; Και γιατί να το πει σε μένα άραγε; Μήπως δεν κατάλαβα καλά; Να τον ρωτήσω; Ή θα με πει μαλάκα;
- Ρε φίλε, σαν πολύ δεν το ξεψειρίζεις το πράμα; Θα δείξει, κούλαρε πια!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
poniroskylo

Εμείς όταν ασχολούμαστε με ένα θέμα εξαντλητικά και υπέρ το δέον λέμε ψειρίζω - χωρίς το ξε-. Ξεψειρίζω λέμε όταν κυριολεκτούμε, όταν δηλαδή βγάζουμε τις ψείρες. Αναρωτιέμαι δε αν στην μεταφορική χρήση του ξεψειρίζω που λέει η ironick το ξε- είναι στερητικό (όπως στο ξεβρακώνομαι) ή επιτατικό (όπως στο ξεψώλι).

#2
GATZMAN

Παίζει και ως επιτατικό και ως στερητικό

#3
iron

επιτατικό, θα έλεγα.

#4
GATZMAN

επιτατικό για τη μεταφορική, ετς;