Το να είναι κάποιος λαϊκός, όχι με την καλή έννοια, όπως ο «λαϊκός» του Χαλικού, αλλά με την κακή, δηλαδή μπασκλασαρία, χυδαιότητα, χαμηλής υποστάθμης.

Σύγκρινε: γκλαμουριά, η, κλασσικούρα.

Άσμα:

Πού είναι ο Βάγκνερ που είναι ο Πουτσίνι
κανένας πια δεν έχει μείνει
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu

Κοίταξε του κόσμου
το τέλος πια χαράζει
και η νεολαία μόνο μαστουριάζει
κοίταξε αγάπη μου
ρίξε μια ματιά
όλα τα ισοπέδωσε η λαϊκουριά.

Που είναι ο Βάγκνερ
που είναι ο Πουτσίνι
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu

Κοίταξε τι γίνεται μες' την κοινωνία
όλοι στροβιλίζονται στην ανωμαλία
κοίταξε αγάπη μου ρίξε μια ματιά
όλοι οι διαπλεκόμενοι
μεσ' στη λαμογιά

Θέλω νά \'χω δίπλα μου γυναίκα λαϊκιά! Ημισκούμπρια. (από Hank, 13/05/09)

βλ. και λάικα, η, λαϊκογάμητος, λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Ε ας μην το κρύψωμεν άλλωστε.

#2
Hank

«Ανέβα στο τραπέζι κούκλα μου γλυκιά,
θέλω νά 'χω δίπλα μου γυναίκα λαϊκιά,
ανέβα στο κρεβάτι και ρίξε ζεϊμπεκιά!».

#3
poniroskylo

Το άσμα του παραδείγματος, προελεύσεως;

#4
Hank

Το γνωστό μωρέ του Καρβέλα που τραγουδά η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου στο Ζετέμ. Δεν είμαι σίγουρος ΄μόνο αν το παραδέχεται επισήμως ο Καρβέλας ότι τα γράφει αυτός.