Δεν «τραβάω» καλά, δεν συμβαδίζω με τα συμφραζόμενα, δεν ταιριάζω, φέρνω αντίσταση, επιφέρω αναταραχή και άνισο αποτέλεσμα με έντονο τρόπο, σαν το γαϊδούρι που κλωτσάει όταν θυμώνει.

Εφαρμογές: μουσική, χρώματα, ντύσιμο, συμπεριφορά, κά.

  1. Ρε συ κλωτσάει ο ρυθμός εδώ, δεν το καταλαβαίνεις; Μήπως να τα κάνεις τρίηχο, να χωρέσουν;

  2. Όταν έρθετε στο στούντιο για τα γυρίσματα να μην φοράτε κόκκινα ή ριγέ γιατί κλωτσάει το χρώμα στην εικόνα και χαλάει το περίγραμμα.

  3. Κάτι έχει πάθει το μοτέρ και κλωτσάει, για δες το λίγο...

  4. Ρε μαμά, δεν ταιριάζει αυτό το παντελόνι με αυτό το σακκάκι, κλωτσάει, δεν το βλέπεις;

  5. Του είπα να με εξυπηρετήσει με ένα ψεματάκι τόσο δα, αλλά κλώτσησε, δεν γουστάρει με τίποτα.

  6. Και γω κλωτσάω και δε γουστάρω να γράφω το κλω- με -ο-, γιατί ετς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Μπράβο!