Επιμένω με πείσμα να κάνω κάτι, έστω και αν ξέρω ότι είναι μαλακία. Συνώνυμο της φράσης μου καύλωσε.
Τί θα γίνει ρε Πόπη; Σου κόκωσε να βράσεις κουνουπίδι στις 3 η ώρα το πρωί; Έλα μουνί στο τόπο σου!
Επιμένω με πείσμα να κάνω κάτι, έστω και αν ξέρω ότι είναι μαλακία. Συνώνυμο της φράσης μου καύλωσε.
Τί θα γίνει ρε Πόπη; Σου κόκωσε να βράσεις κουνουπίδι στις 3 η ώρα το πρωί; Έλα μουνί στο τόπο σου!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
3 σχόλια
poniroskylo
Μήπως είναι και τοπικός ιδιωματισμός; Εχει κάποιος και άλλα παραδείγματα χρήσεων;
Galadriel
Το κοκώνω χρησιμοποιείται και με την έννοια του «συγκρούομαι» ή και «τσουγκρίζω». Τα αυτοκίνητα κοκώσανε στον δρόμο, το Πάσχα κοκώσαμε τα αυγά μας και μου το σπασε.
Μπορεί η χρήση που αναφέρεται στον ορισμό, σε συνδυασμό με την ανωτέρω σπάνια γνώση που προσέφερα απλόχερα σε όλους (κακές παρέες μην δίνετε σημασία) να έχει να κάνει με το «κολλάω» σο, στο παράδειγμα επί της ουσίας σαν να λέμε «σου κόλλησε να βράσεις κουνουπίδι», «σου καρφώθηκε να βράσεις κουνουπίδι» κελεπού.
vikar
Ούτε γώ το 'χω ακούσει αυτό. Είναι λοιπόν κουβέντα που ακούγεται στα νότια;