Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.

- Τι κοιτάει ρε ο καριόλης! Τσαμπουκά θέλει; Θα τον αρχίσω στα τάλιρα!
- Άραγκον μαν, κωλόμπα είναι. Τον κώλο παπαρούνα θέλει να σου κάνει...

0.45 και μετά (από Khan, 23/04/11)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
senekas

αλλιώς: κολόμπος

#2
John Kar

Ή τον κώλο φινιστρίνι.

#3
Επισκέπτης

Χαρακτηριστική χρήση της λέξης στις φυλακές ανηλίκων από Μάνεση: «Κωλόμπα είναι ο κύριος».

#4
Mpiliardakias

Ε το είδα, κωλόμπα είν'ο κύριος!