Θεογκόμενα, μανουλομάνουλο, μωράκλα, εργαλείο, όλα αυτά σε ένα άλογο κούρσας ΑΑ γκανιάν.
- Πω ρε φίλε άραγκον για μια μπύρα ακόμη και ελπίζω να έφερες καπότες... Απέναντι σκάνε δυο γκανιάν τρελά! Λίρα εκατό σου λέω!
Θεογκόμενα, μανουλομάνουλο, μωράκλα, εργαλείο, όλα αυτά σε ένα άλογο κούρσας ΑΑ γκανιάν.
- Πω ρε φίλε άραγκον για μια μπύρα ακόμη και ελπίζω να έφερες καπότες... Απέναντι σκάνε δυο γκανιάν τρελά! Λίρα εκατό σου λέω!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
3 σχόλια
patsis
Από εδώ:
γκανιάν το [ganán] Ο (άκλ.) : στις ιπποδρομίες, το άλογο που φτάνει πρώ το στο τέρμα.
[λόγ. < γαλλ. gagnant]
Vrastaman
...επίσης γκανιότα, το ποσοστό κέρδους του μπουκ από κάθε παιχνίδι με στοιχηματισμό.
Φωτης Ικξ
ποιο ειναι το αντιστροφο του γκανιαν στις ιπποδρομιες;