Η λέξη αυτή, όπως και τα πρωΐ-πρωΐ, μεσημεριάτικα, απογευματιάτικα, βραδιάτικα και νυχτιάτικα, που στη Λευκάδα τουλάστιχον απαντούν και λήγουσες σε -ο αντί για το του επιρρήματος, είναι πέρα για πέρα δόκιμες, επιδέχονται, όμως μιας ιδιότυπα αδόκιμης χρήσης σε προτάσεις που δηλώνουν ενόχληση, πχ «άντε και γαμήσου ρε, πρωϊνιάτικα».

Παρ' ότι η συντακτική λειτουργία είναι αυτή του χρονικού προσδιορισμού, η νοηματική λειτουργία είναι εντελώς διαφορετική. Δεν στέλνεις κάποιον να γαμηθεί το πρωΐ, δηλώνεις ότι τον στέλνεις να γαμηθεί επειδή σου σπάει τ' αρχίδια πρωϊνιάτικα, αλλά στην τελική ούτε και αυτό, αφού και απόγευμα να ήταν, απλά θα άλλαζε η λέξη.

Η λειτουργία της λέξης στην πρόταση, τελικά, είναι απλά να δείξει τον εκνευρισμό και συμπληρώνει το μπινελίκι ή την όποια έκφραση αγανάκτησης.

Ευχαριστώ την μπαζόλα που μου σπάει τα αρχίδια στο γραφείο, που με έκανε να θέλω να τη βρίσω πρωΐ-πρωΐ και να αναρωτιέμαι πώς αποδίδεις το «ξεσκότα μου το μπούτσο πρωϊνιάτικο» στα γαλλικά.

βλέπε μήδι.

(από jesus, 11/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ο αυτοκτονημενος

παιζη κ με τοις εποχες του χρονου

#2
Hank

Γκρηκλιστί πάντως το «πώς από δω πρωί πρωί;» είναι «how from here morning morning;»

#3
xalikoutis

σπεκ γιου σαν οβ γκοντ (ακούγεται λίγο ρετρό πλέον το σπεκ)

#4
jesus

όντως, μοιάζω με οβγκόντ, έγινε εμφανές εδώ. ιδίως η μύτη.

#5
vikar

μεσημεριάτικα, απογευματιάτικα, βραδιάτικα και νυχτιάτικα, που στη Λευκάδα τουλάστιχον απαντούν και λήγουσες σε -ο αντί για το -α του επιρρήματος τζίζας

Δέ μας λές ρε τζίζα, ή άλλοι Λευκαδίτες, μιά και δέν αναφέρεται ρητά στον ορισμό: αυτή η χρήση του ενικού ουδέτερου αντί για επίρρημα δέν επεκτείνεται σ' άλλες περιπτώσεις;... Υποθέτω οτι τουλάχιστον για τα επιρρήματα που λήγουν σε -ικα ή -ικά (δές στο Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) θα πρέπει να παίζει η αλλαγή. Αλλα πολύ-πολύ πιθανό να παίζει ακόμη γενικότερα.

Τώρα, αυτό μόνο στη Λευκάδα ακούγεται; Εγώ δέν είμαι σίγουρος άν το έχω ακούσει(!), νομίζω θα το πρόσεχα... Αλλα οπωσδήποτε δέν με ξενίζει καθόλου, και μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον δύο λόγους γι' αυτό.

Ο πρώτος, υπάρχουν πολλές λέξεις που καταλήγουν στο φθόγγο /o/ και χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων τουλάχιστο, ως επιρρήματα. Κωλοβαρώντας στον Αναστασιάδη-Συμεωνίδη βλέπω μεταξύ πολλών τα εξής: αύριο, καταχείμωνο, κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο... χάμω, γύρω, κάτω, πάνω, έξω, εδώ, πίσω... λίγο, άλλο, όλο, καμπόσο, όσο, πόσο, τόσο... ενπλώ, επαυτοφώρω, ενβρασμώ, ενθερμώ, ενκαιρώ, ενλευκώ, ενψυχρώ... αρόδο, αντάτζιο, αλέγκρο, σόλο, πρίμο-σεκόντο, πρόντο, ντεφάκτο, ινκόγκνιτο, πιανίσιμο, φορτίσιμο, απροπό... Αλλα και απίκο, λαμπίκο, παρώ, προχώ, αλεμάο, γαμώ... Και ούτω καθεξής.

Άλλος λόγος, η χρήση επιθέτων ώς κατηγορουμένων: «μπήκε στη στροφή φορτσάτος», «με κοίταζε καυλωμένη», που μπορούν να αντικατασταθούν, καταρχήν, απο επιρρήματα: «μπήκε στη στροφή φορτσάτα», «με κοίταζε καυλωμένα» ή, καταδεύτερον, απο επιρρηματικές φράσεις του εξής τύπου (που ωστόσο διαφοροποιούν κάπως το νόημα): «μπήκε στη στροφή στο φορτσάτο», «με κοίταζε στο καυλωμένο» --παρεμπιπτόντως, αυτές οι επιρρηματικές φράσεις είναι μου φαίνεται κυρίως αργκοτικό φαινόμενο, στα υπόψιν.

Τελοσπάντων, θέλω να πώ οτι το καταληκτικό /o/ σε επίρρημα ή επιρρηματική φράση δέν ξενίζει στα ελληνικά, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, οπότε το λευκαδίτικο αυτό φαινόμενο θα μπορούσε κάλλιστα να μήν είναι καθόλου μόνο λευκαδίτικο. Απ' την άλλη, και μόνο η ύπαρξη των χρονικών κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο κουλουπού, δικαιώνει νομίζω πλήρως τους «λευκαδίτικους» αυτούς τύπους.

Οι άλλοι τί λένε;...

Τροποποιήθηκε από τη Σ.Ο. :
αναμορφοποίηση markdown
#6
vikar

Να συμπληρώσω: το καταληκτικό /o/ σε επίρρημα ή επιρρηματική φράση δέν ξενίζει στα ελληνικά [...], οπότε το λευκαδίτικο αυτό φαινόμενο θα μπορούσε κάλλιστα να μήν είναι καθόλου μόνο λευκαδίτικο, αλλα να είναι επίσης και πιό γενικευμένο (να απαντά και σ' άλλα τέτοια «επιρρηματικά επίθετα»).

#7
jesus

λοιπόν.

απ' όσα επιρρήματα σε -ο ανέφερες, πολλά είναι ξένες λεξεις κ κάποια αργκό, οπότε βγαίνουν απ' το λογαριασμό, αφού το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι ιδιωματικό.

τα ενπλώ κτλ μέχρι ενψυχρώ είναι συντάγματα με δοτική στ΄αρχαία, τα οποία ποτέ δεν έχω δει ως μία λέξη. είναι σα να βάζεις στο λογαριασμό το «είμαι στο χωριό», μου φαίνεται.

για τα υπόλοιπα, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι δεν είναι επιρρήματα που προκύπτουν από επίθετο.

δεν έχω χάσει αυτό που θες να πεις, ότι ηχητικά δεν είναι ξένο, απλά επισημαίνω τις διαφορές των συντακτικών φαινομένων.

το «πρωινιάτικο» δεν είναι σε καμία περίπτωση επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου (αν θυμάμαι καλά έτσι λέγεται το φαινόμενο «μπήκε στη στροφή φορτσάτος» αντί φορτσάτα), καθώς δεν προσδιορίζει το υποκείμενο. συντακτικά, είναι καθαρόαιμο επίρρημα, με μόνη διαφορά την κατάληξη.

με την παρεμβολή το «στο» δλδ «στο φορτσάτο», πέφτουμε στο ίδιο με το «στο χωριό», μόνο που αντί για τοπικό έχεις τροπικό επίρρημα, κάτι που είναι καθ' όλα δόκιμη ελληνική.

για το «κατακαλόκαιρο», εμένα μου κάθεται καλά σε φράσεις τύπου «μες στο κατακαλόκαιρο», οπότε πέφτουμε πάλι στα προηγούμενα.

γι αυτό που θες να πεις, ότι δεν ξενίζει ο ήχος, είμαι ο πλέον αναρμόδιος να κρίνω, γιατί εμένα μου φαίνεται απόλυτα φυσικό κ δε θυμάμαι αντιδράσεις μή λευκαδιτών όταν το έχω πει ή αν το έχω πει σε μη λευκαδίτες.

πώς σου φάνηκε;

#8
jesus

α, τέλος, τα εις -ο αντί -α νομίζω τα θυμάμαι μόνο σε τέτοιου τύπου φράσεις κ όχι γενικότερα.

#9
vikar

τα ενπλώ κτλ μέχρι ενψυχρώ είναι συντάγματα με δοτική στ΄αρχαία, τα οποία ποτέ δεν έχω δει ως μία λέξη. είναι σα να βάζεις στο λογαριασμό το «είμαι στο χωριό», μου φαίνεται. Κοίτα, το άν θα τις γράφεις χωριστά ή σα μιά λέξη είναι θέμα βίτσιου: είτε σ' ενδιαφέρει να παρσάρεις ακόμα τη δοτική ή θεωρείς οτι η γλώσσα έχει προχωρήσει λιγάκι παραπέρα.

Αλλα εντάξει, δέν είν' αυτό το θέμα βέβαια· το θέμα είναι οτι είτε πείς «εν ψυχρώ» είτε πείς «στην ψύχρα» είτε πείς «ψυχρά», η λειτουργία είναι κάθε φορά επιρρηματική. Το παράδειγμα «είμαι στο χωριό» δέν μου κολλάει καθόλου στην ίδια κατηγορία, άν και, γκράντετ, παραείμαι πηγμένος τώρα για να το ψάξω απο άποψη γραμματικής.

Οι λοιπές διαφορές που επισημαίνεις, ολόρθες --αλλα όπως λές κι' εσύ άλλο ήταν το πόιντ μου ('γκιόζη... :-Ρ). Οι μή Λευκαδίτες τελοσπάντων τί λένε;...

#10
jesus

εφ' όσον δεν μπορείς με τέτοια «τεχνάσματα» να καθαίρεις πλήρως την νεοελληνική από την δοτική, πχ το άνθρωπος ανθρώπω λύκος είναι υπαρκτή έκφραση, κ πόσα άλλα, νομίζω είναι πιο συνεπές συνολικά να μην τα υιοθετείς.

γενικά η συνέπεια 100% στη γλώσσα είναι αδύνατη, αλλά εδώ θα έλεγα ότι είναι μάλλον καθαρή περίπτωση.

όπ' ώσκαι ν' άχει έχουμε κι άλλα για να βριζόμαστε, οπότε ντούκου. κύριε εξουσιαστά.

#11
jesus

επίσης προκύπτει κ ζήτημα με την «επιτρεπόμενη διαδοχή φθόγγων» στα ελληνικά, αλλά είναι μεγάλο ζήτημα κ βαριέμαι τώρα.

#12
vikar

Ίιι! Εγώ, «εξουσιαστής»;... Ποιός σου έβαλε λόγια, λέγε τώρα!...

#13
vikar

(Επι της ουσίας διαφωνώ, αλλα μή μας τα πρήζουμε νυχτιάτικο...)

#14
vikar

Μιάς και ξημέρωσε όμως πιά καλά-καλά, μεσημέριασε μάλλον, έχουμε και λέμε για τις δοτικές... Χέχ-χέχ...

Το άνθρωπος ανθρώπω λύκος (που πρώτη φορά συναντάω) είναι λιγότερο υπαρκτό κι' απο το don't worry, be happy. Είναι πάνω-κάτω τόσο υπαρκτό όσο το scripta manent, verba volant. Και εντάξει, μεταξύ μας μπορούμε να μιλήσουμε με όσους διαφορετικούς κώδικες μπορούμε, μορφωμένοι άνθρωποι και καραγαμάουα και οι καλύτεροι και τα λοιπά, αλλα άμα είναι να πώ καμιά κουβέντα στην οχτάχρονη ανιψιά μου περι κοινωνίας, να το χέσω αν είναι να λέω κάτι (άνθρωπος ανθρώπω λύκος) και μετά να πρέπει να το εξηγώ στα ελληνικά («ε, νά, δηλαδή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος... πα' να πεί, ο άνθρωπος είναι σά λύκος απέναντι στο συνάνθρωπό του... δηλαδή, τελοσπάντων, βασικά... χμ... νά, για κάποιους ανθρώπους είν' ο θάνατός σου η ζωή μου, κατάλαβες;...»). Άν υπάρχει αντίστοιχη έκφραση στα ελληνικά, γιατί να μήν την προτιμήσω απ' την αρχή;

Εκφράσεις απο άλλους κώδικες επικοινωνίας ή άλλα γλωσσικά συστήματα, είναι καλό να τις αποφεύγει κανείς γιατι είναι αδιαφανείς. Εκτός βέβαια και άν το κάνει θέλοντας να είναι αδιαφανής ή χωρίς να τον ενδιαφέρει (πουλώντας μόστρα ξερωγώ) --άλλο καπέλο.

Σαφώς όμως, έχεις δίκιο για το 100%: το δόξα τω θεώ, ως επιφωνηματική πιά φράση, και όχι κυριολεκτική, που όλοι την καταλαβαίνουν, δέν μπορείς να το αποφύγεις τόσο εύκολα (άν και, ακριβώς επειδή είναι επιφωνηματική πλέον, θα έστεκε λέω και η γραφή με όμικρον). Αλλα άν μπορούμε να πιάσουμε το ενενηντα οχτώ τα εκατό, γιατί να μήν το κάνουμε;...

Τα ενψυχρώ και λοιπά είναι ωστόσο διαφορετική περίπτωση. Όπως και τα απο πολύ παλιότερα εδραιωμένα στη γραφή ενώ, ενόσω, έτσι κι' αυτά χρησιμοποιούνται με τη δοτική να έχει χάσει το όποιο της παλαιοελληνικό νόημα, το οποίο πλέον ανήκει στην όλη φράση εξαδιαιρέτου, και μάλιστα δικαιολογείται όχι γραμματικά (ως λειτουργία κάποιας πτώσης) αλλα συντακτικά (ως λειτουργία της λέξης μές στην πρόταση)· το αποτέλεσμα είναι να την αντιλαμβάνεται κανείς τη φράση ως μία και μόνο λέξη, που δέ μπορείς και δέν έχει νόημα να τη σπάσεις: το εν δέν υπάρχει στα ελληνικά απο μόνο του, όχι πιά, ούτε και η δοτική. Το ίδιο συνέβη και με μονολεκτικές δοτικές ουσιαστικών οι οποίες παρέμειναν στα σύγχρονα ελληνικά θεωρούμενες πλέον ώς άλλα μέρη του λόγου (σύνδεσμοι, επιρρήματα...): μέσω, λόγω, τύποις...

Για την επιτρεπόμενη διαδοχή συμφώνων στα ελληνικά, όκέι, αλλα προσωπικά δέν το θεωρώ και κάνα σοβαρό κανόνα... Εντάξει, όλοι ξέρουμε οτι οι σύγχρονοι έλληνες λένε «φχαριστώ» (μέχρι κι' ο Μπαμπινιώ το έχει συμπεριλάβει στο λεξικό του), παρότι ενας παλιός θα σού 'λεγε πιθανά οτι «δέν επιτρέπεται να ξεκινά ελληνική λέξη με το σύμπλεγμα φχ». Αν ένας κανόνας δέν αποτυπώνει πλέον σωστά την υπαρκτή φωνολογία της γλώσσας, αυτό για το οποίο διατυπώθηκε, τότε δέν είναι και τόσο αξιοσέβαστος, νομίζω;

Άσχετο: καθόμαστε δυό μαθηματικοί και μιλάμε για γλώσσα, και σκέφτομαι τί πλάκα θα είχε να βλέπαμε καναδυό γλωσσολόγους να τα τσουγκράν για μαθηματικά... Όχι πές μου, δέν θα τους κορόιδευες ανελέητα;... Αλλα ρε γαμώτ', κάτσε· άμα οι τύποι είχαν κάποια βάση, δέν θα έμπαινες κι' εσύ στην κουβέντα, έστω και με τουπέ;... Τί γίνεται, αραδιάζουμε τόσο αφελείς μπαρούφες στο σλάνγκ τζι άρ, ή οι γλωσσολόγοι είναι πιό ακατάδεχτοι και ψηλομύτες κι' απο τους μαθηματικούς ακόμη;

(Την κουβέντα την έχουμε ξεφύγει τρελά, αλλα δέ γαμείς...)

#15
jesus

διαφωνώ όσο δεν πάει, αλλά δεν προλαβαίνω ρε πστ...

#16
iron

εγώ η γαγγάρα πάντως, μια ζωή έλεγα για πλάκα πρωινιάτικο, δευτεριάτικο, απογεματιάτικο κττ (αντί του «ορθού» ), άρα για να το λέω για πλάκα κάπου το είχε πάρει το αυτί μου ως παραφθορά, από πού όμως εν έκω αηντία. Δεν ξέρω αν βοηθάει σε κάτι αυτό ή είπα μια απ' τα γίδια (σας διάβασα διαγωνίως).

#17
johnblack

Την κουβέντα την έχουμε ξεφύγει τρελά

Αγόρι μόλις με έδωσες ιδέα για λήμμα-ουμπρέλα: σλανγκική τροπή αμετάβατων μέσης διαθέσεως ρημάτων σε μεταβατικά!

Νορμάλ: Ξεφεύγω (εγώ)
Σλανγκ: Ξεφεύγω + αντικείμενο (την κουβέντα, τη γκόμενα με τα μαγικά μου κλπ)

κλάσικ παράδειγμα βέβαια το θα σε αυτοκτονήσω

#18
vikar

Σωστός, έχει ψωμί. Αναλαμβάνεις;

#19
HODJAS

Ορθόν. Ομοίως παίζει και το «θα σε παραιτήσω» δηλ. θα σε υποχρεώσω σε παραίτηση (κυρίως στις υψηλόβαθμες δημόσιες θέσεις, όπου δεν υφίσταται τυπική ιεραρχική κλίμακα και δεν μπορεί ο ουσιαστικά προϊστάμενος να «απολύσει» ούτε και να «απαλλάξει απο τα καθήκοντά του» κάποιον, χωρίς να δώσει δημόσια εξηγήσεις).

#20
vikar

Για το σχόλιο του τζόνι επάνω, αμετάβατα ρήματα σε μεταβατικά, σχετικές φλασιές που ίσως βοηθάν, αλλα και παραδείγματα, εκεί.

#21
vikar

Άς λινκάρουμε και εδώ το -άτικο.

#22
dryhammer

Στο πρώτο πλοίο που μπαρκάρησα, είχε πλήρωμα Έλληνες, Φιλιππινέζους και Ινδονησιάνους. Οι Φ. και οι Ι. όταν τσακώνονταν βρίζονταν στα ελληνικά. Κάποια φορά σε ένα ψιλοκαυγά ακούω ένα λαδά να βρίζει: «pousti, ...gamisou, ...panagia sou, ...proi-proi, ...kristo sou» και απόρησα: «Το πρωί-πρωί είναι βρισιά;» Μετά έμαθα ότι κάθε πρωί οι λαδάδες, καθαριστές κλπ της μηχανής έλεγαν στο 2ο μηχανικό «Good morning Chief» κι εκείνος τους απαντούσε «Α γαμίσου πρωί-πρωί» οπότε το πέρασαν στη μνήμη σαν ελληνική βρισιά