Ο διακονιάρης είναι κατά μια έννοια ο υπηρέτης αλλά και ο ζητιάνος. Διακονεύω = ζητιανεύω, κυρίως στην επτανησιακή διάλεκτο.

– Τί ήθελε πάλι αυτός ρε; Δανεικά;
– Άσε με ρε Κώστα, μου σκότισε τ' αρχίδια, ο διακονιάρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Λέξη απολύτως πολιτογραφημένη. Χρονολογείται από τον μεσαίωνα. Υπάρχει σε όλα τα λεξικά και λέγεται σε όλη την Ελλάδα. Γνωστή και η παροιμία: Ακαμάτης νιος, γέρος διακονιάρης.

#2
HODJAS

Βλ. και Διακονιάρης (μπαζωμένο ρέμα στις δυτικές συνοικίες της Πάτρας που πλημμυρίζει κάθε τόσο-όπως ο Ποδονίφτης στην Αθήνα)...