Ας προσθέσουμε στην ερμηνεία του Ικάρου ότι η μετοχή φρικαρισμένος έχει κάπως διαφοροποιημένη σημασία: μπορεί ενίοτε να σημαίνει εκείνον που επί κάποιο διάστημα είναι σε διαρκή κατάσταση όχι μόνο οργής αλλά και κλονισμένων νεύρων, ευερέθιστος, αφηρημένος, χαμένος, γενικά έτοιμος να κλατάρει.

α. -Τι έχει ρε συ ο Φώτης και είναι έτσι φρικαρισμένος τον τελευταίο καιρό;
-Ε μωρέ, έχει πολλά. Είναι στα χωρίσματα με τη γυναίκα του, στη δουλειά γαμιέται, έχει και τη μάνα του άρρωστη, τι να σου κάνει ο άνθρωπος;

β. Μα τι πόλη! Όλοι σα φρικαρισμένοι οδηγούν! Πώς ζείτε εδω πέρα, με λες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Παίζει να είναι αντιδάνειο;
Φρίκη -> freak out -> φρικάρω;

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Δεν το ξέρω, πάντως έχω παρατηρήσει ότι το αγγλικό ουσιαστικό freak (που προφανώς συνδέεται) πολύ λίγη σχέση έχει με το φρικιό και τη φρίκη: όταν κάποιος είναι π.χ. κομπγιούτερ-φρικ, σημαίνει ότι ξέρει τα πάντα και ασχολείται μονοφάι με τον υπολογιστή, όχι ότι φρικάρει ή ότι είναι φρικιό.

Να το ψάξουμε!

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Ξέρετε κάτι; Και γιατί να μην είναι κανονική ελληνική λέξη, κατευθείαν από το φρίκη>φρικάρω, με συμπτωματική μόνο ομοιότητα προς το freak out;

Το φρικιό σίγουρα συνδέεται με το freak. Με το φρικάρω όμως (στα ελληνικά) δεν έχει και μεγάλη σχέση. Άρα, θα μπορούσε το μεν ελληνικό φρικιό να προέρχεται από το αγγλικό freak, το δε φρικάρω να είναι άσχετο, και να μας περισσεύει το ρήμα freak που δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί οι σχέσεις του με τα υπόλοιπα μέλη αυτής της ωραίας οικογένειας. Αυτό όμως απαιτεί γνώσεις της Αγγλικής που υπερβαίνουν τις δικές μου. Ποιος θα το κοιτάξει;