(Πάτρα): και αντούφιανο(ς) / αντουβιανέας κ.τ.λ. = Βλάκας, χαζός, ιδίως αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τί του λές, όσες φορές και να το πεις.

Δεν τα παίρνει τα γράμματα (γραμματική), ούτε τα νούμερα (αριθμητική), ούτε και χρώματα (ζωγραφική). Σε ουδέτερο ιδιαιτέρως υποτιμητικό.

-Την έλυσες την άσκηση Γιαννάκη;
-Εεεε... δεν την κατάλαβα δάσκαλε... -Μπίτι αντούβιανο είσαι ρε; Πέντε φορές στην εξήγησα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
joleen

Εξαιρετικός. Χρησιμοποιείται επίσης και για τον ατσούμπαλο, που σκοντάφτει από δω κι από κει, του πέφτουνε πράματα από τα χέρια και γενικώς δεν την παλεύει.

#2
Galadriel

Α, ναι και η σλανγκομανούλα τα χρησιμοποιεί σε συνδυασμό χότζα τζολίν: για περιπτώσεις μονομπλόκ τύπων χωρίς σωματική, πνευματική και κυρίως κοινωνική ευελιξία. Αντούβιανος ο μονοκόμματος με την κακή την έννοια που η κοσμοθεωρία του περιορίζεται στη σύντομη φράση «ουγκ».