Το ενέχυρο, η υποθήκη. Το αντικείμενο που δίνεται ως εγγύηση για δάνειο.

Η έκφραση «κρατάω κάτι αμανάτ» σημαίνει κυριολεκτικά κρατώ κάτι ως εγγύηση. Και, μεταφορικά, κρατώ αμείωτη την διάθεση και περιμένω να εκδικηθώ κάποιον που με έχει βλάψει. Δηλαδή του το κρατάω, του το φυλάω, μνησικακώ.

«Μένω αμανάτι» σημαίνει μένω μόνος, εγκαταλείπομαι, μένω χωρίς κανένα στήριγμα.

Τουρκική λέξη amanat και emanet για την κατάθεση, την παρακαταθήκη.

Στο Δ.Π. από την Μες.

  1. Από τότε που τον προσέβαλε, του το κρατάει αμανάτι.

  2. Θυσιάστηκε για όλους και τελικά έμεινε αμανάτι. Κανείς δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Πολύ καλό!

Ως κυριολεξία, ενέχυρο, λέγεται και αμανέτι. Υπάρχει και επώνυμο Αμανετζής, που σημαίνει ενεχυροδανειστής, ακουμπιτζής (θα μου πείτε όνομα είναι αυτό; σιγά μη σε λένε και Νταβατζή. Ε, τι να κάνουμε, αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα.), και όχι τραγουδιστής αμανέδων.

Σημαίνει και κάτι/κάποιον που ξώμεινε εκεί όπου έπρεπε να έχει μείνει μόνο για λίγο, π.χ.:

-[I]Τελικά το δίσκο μου τον άφησε αμανάτι. Ένα εξάμηνο τον κυνηγούσα στα τηλέφωνα να βρεθούμε για να του τον δώσω, μια δεν μπορούσε, μια δεν ήταν εκεί.

-Χώρισε με τον Χρήστο και του άφησε αμανάτι και δυο κουτσούβελα.[/I]

#2
xalikoutis

κυρίως λέγεται όταν αυτό το οποίο κάποιος αφήνει αμανάτι είναι και γκουμούτσα...

#3
ο αυτοκτονημενος

kalo

#4
dryhammer

@ ΑΛΛΟΣ Σόρι για τον όψιμο σχολιασμο (τώρα το εμαθα, τώρα μπήκα) αλλά το παιδεύω τον καιρό του ρητού δεν σήμαινε εκ-παιδεύω, διδάσκω κλπ; Δηλ. οι αμαρτίες (λάθη, σφάλματα κλπ) των γονιών να διδάσκουν τα παιδια (να μην κανουν τά ίδια). Τώρα πως το παιδεύω κατέληξε τυραννώ, βασανίζω ειναι για μεγάλη κουβέντα

#5
vikar

Ο ορισμός είναι ελλιπής, υπάρχει και η σημασία του «βάρους», δές σημασία 2 σε Τριαντά. Για την οποία σημασία, λένε βλέπω οι κύπριοι αγγονίν.

#6
donmhtsos

Τὸ πρῶτο παράδειγμα μᾶλλον δὲν εῖναι σωστὸ. Πιὸ καλὰ θὰ πήγαινε:

Από τότε που τον προσέβαλε, του το κρατάει μανιάτικο.

Ἡ ἔκφραση "τὸ κρατάω μανιάτικο" σημαίνει: κρατάω κακία, μνησικακῶ καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ παρὸν λῆμμα. Δὲς σχετικὰ τὸ λῆμμα καμήλα.

#7
soulto