Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.

Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).

Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)

Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.

Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.

Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!

Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
BuBis

και κωλοφεράντζα... να μπεί σαν πρόσθετος ορισμός, λέμετε ;

#2
HODJAS

Σόρι αφεντικό. Δεν το' βγαλε η αναζήτηση χωρίς το (ν).

#3
BuBis

#4
Ο ΑΛΛΟΣ

@Χότζα: επειδή μερικά λήμματα άλλος τα γράφει έτσι κι άλλος αλλιώς, είτε με διαφορετική ορθογραφία, είτε με/χωρίς άρθρο, είτε σκέτη λέξη / ολόκληρη φράση κλπ., στην Αναζήτηση βοηθάει να γράφεις μέρος μόνο του λήμματος. Αν π.χ. βάλεις σκέτο κωλο -... , θα σου βγάλει βέβαια ένα εκατομμύριο λήμματα, αλλά θα δεις αν υπάρχει είτε «κωλοφεράτζα» είτε «κωροφεράντζα» είτε «παίρνω κωλοφεράντζα» κλπ..

#5
Ο ΑΛΛΟΣ

Για όλα αυτά τα εις -άντζα (κωλοφεράντζα, καβάντζα και τα παράγωγά της, σωφεράντζα, μαστοράντζα...) προτείνω τη γραφή με -ν-. Η διαφορά στην προφορά είναι από αμελητέα έως ανύπαρκτη, αλλά η κατάληξη προέρχεται από το ιταλικό -anza -και μερικές φορές και ολόκληρη η λέξη είναι δάνειο από τα ιταλικά.

#6
Hank

Εγώ θα έβαζα «κωλοφερ»

#7
BuBis

o καθένας βάζει ότι προερείται...

#8
HODJAS

Ελήφθη, όβερ !

#9
xalikoutis

βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι / κάποιον), έχει μείνει μισό κάτι εκεί, ετυμολογία κλπ