Ικανός, επιτήδειος, καταφερτζής σε κάτι, κατά τρόπον ώστε να προκαλεί το θαυμασμό, τσίφτης. Αυτός ο θαυμασμός, σε συνδυασμό με την ακουστική της λέξης, φέρνουν την έννοιά της κοντά σ' αυτήν του μάγκα. Ωστόσο, πρόκειται για σύμπτωση.

Η λέξη προέρχεται από το ιτ. maggiore / αγγλ. major = ταγματάρχης.

Το θηλυκό είναι μαγκιόρα ή μαγκιόρισσα. Σημαίνει το ίδιο.

Παράγωγο επίθετο: μαγκιόρικος, -η, -ο. Εδώ η σημασία έχει συμπέσει τελείως με αυτήν του μάγκικος.

  1. Γεια σου ρε Γιάννη Αραμπατζή
    που 'σαι μαγκιόρος τεκετζής.

(Μ. Βαμβακάρης: «Κάν' τονε Σταύρο»)

  1. Τι έκανε ρε το άτομο; Από δω τα 'φερε, από κει τα 'φερε, από κει που τους είχε φάει τα φράγκα στο τέλος τους έκανε να του ζητάνε και συγγνώμη! Είναι μαγκιόρος ο πούστης!

  2. -Αυτά τα δήθεν μαγκιόρικα, «άμα λάχει» και «δικέ μου» και δεγκζερωτί, όχι εδώ μέσα.
    -Καλά ρε πατέρα, δεν είπαμε και τίποτα!

Μαγ(κ)ιόρκα (από GATZMAN, 15/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Και μάγκας και κιόρος

#2
dryhammer

Επίσης στην οικοδομή, το μεγάλο οριζόντιο δοκάρι που διατρέχει το κτίριο απο τοίχο σε τοίχο κάτω από μιά κεραμιδοσκεπή είναι το μαγκιόρο (πρέκι).
Ακόμα οι μπήγες πού σηκώνουν πάνω από 100 τόνους, συνήθως πάνω σε δικό τους πλωτό καλούνται μαγκιόρες (μπήγες). Γενικά ό,τι ήταν το μεγαλύτερο σε μέγεθος, δυνατότητες (άρα και απαιτήσεις) έργαλείο, στοιχείο κατασκευής κλπ ήταν «το μαγκιόρο» (σκέτο. Επίθετο με χρήση ουσιαστικού. Από τα συμφραζόμενα και τον επαγγελματικό χώρο προέκυπτε το ουσιαστικό που το παρέλειπαν).