Εκτός από τα ήδη γραμμένα, σημαίνει ακόμη:

Α.

  1. Αποκτώ κάτι υποσκελίζοντας άλλον που το εποφθαλμιούσε.

  2. Αποκτώ κάτι από κάποιον που δεν ήθελε να μου το δώσει.

  3. Κλέβω.

  4. Κάνω οικονομικές καταχρήσεις. (Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται με πραγματικό ή εννοούμενο αντικείμενο τη λέξη λεφτά).

Β.

  1. Ξοδεύω, σπαταλώ (γενικά).

  2. Ξοδεύω, σπαταλώ χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία που έχω φάει (με την έννοια Α2 ή Α4) από άλλον.

Α.

  1. Όταν ήμασταν φοιτητές, θυμάμαι που πηγαίναμε στα δισκάδικα και, όταν βρίσκαμε κάποιο δίσκο που τον θέλαμε οπωσδήποτε αλλά δεν είχαμε φράγκα, τον κρύβαμε σε κανένα άσχετο ράφι, π.χ. από ψυχεδέλεια στα σκυλάδικα, για να μη μας τον φάει κανείς μέχρι να ξανάρθουμε με φράγκα. Εκεί θα τον έβρισκε μόνο κάποιος που δεν ενδιαφέρεται.

  2. Σ' έβαζα στο σπίτι μου, σε είχα γι' αδερφό μου,
    σου έδινα τα ρούχα, τα λεφτά και τ' αυτοκίνητό μου (ναι, τ' αυτοκίνητό μου),
    εσύ όμως πήγες να μου φας και το κορίτσι το δικό μου.

(Ποίηση Ν. Καρβέλα - το πλήρες άσμα εδώ.)

  1. Εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
    για να μας βλέπουν ταχτικά της φυλακής οι πόρτες.

(Ευ. Παπάζογλου, «Οι λαχανάδες» [το γνωστό «Κάτω στα Λεμονάδικα»]. Λάχανα = πορτοφόλια.)

  1. Γύρω σαΐνια κανάγιες
    τρώνε με δέκα μασέλες,
    θέλουν βρεμένη σανίδα
    και τους φερόμαστε και ευγενικά.

(Γ. Μηλιώκας, «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες».)

Β.

  1. Πουλήσαμε την τράτα μας, φάγαμε τα λεφτά μας,
    δραχμή δεν αποτάξαμε για τα γεράματά μας.

(Δημώδες)

Γιατί στον άλλονε ντουνιά λεφτά δε θα περνάνε.
Τα 'χουν, τα λιβανίζουνε! Δεν ξέρουν να τα φάνε;

(Μ. Βαμβακάρης, «Όσοι έχουνε πολλά λεφτά».)

  1. Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια
    και κοιμάμαι τώρα στα σανίδια.

(Ποιανού είναι αυτό;)

Ευ. Παπάζογλου, "Λαχανάδες". Τραγουδά ο Κ. Ρούκουνας. Τραγούδι - σλανγκωρυχείο. (από Ο ΑΛΛΟΣ, 05/07/09)και για όσους δεν κατάλαβαν... (από joe909, 12/10/11)

Του Μητσάκη

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Ίντα διάλο γίνεται με τα μήδια; Ή που δε θα ανεβαίνουν, ή δυο-δυο;

#2
Hank

Εξαιρετική μουσική υποστήριξη!

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Ουπς! Ξέχασα!

Στη σημασία Β 1, «ξοδεύω, σπαταλώ», προσθήκη ενός ακόμη παραδείγματος που δεν έχει σχέση με λεφτά:

[I]-Είναι αλήθεια ότι το ερκοντίσιον στο αυτοκίνητο τρώει ιπποδύναμη;
-Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα τρώει βενζίνη.[/I]

#4
Hank

Πρβλ. και την έκφραση του τρώω το κουλούρι.

Επίσης, το κλασικό ανέκδοτο:

- Μπαμπά, μπαμπά, τρώγεται η λάμπα;
- ...;
- Τότε γιατί χτες βράδυ είπες στην μαμά: «Σβήσ' την λάμπα κι έλα να την φας!»;

#5
allivegp

Επίσης: «φθείρω, χαραμίζω», όπως στα «Τον Κριστιάν Βιέρι τον φάγανε οι γκόμενες γι΄αυτό δεν μπόρεσε να παίξει τη μπάλα που μπορούσε», «Τον έφαγε το ποτό/ο τζόγος/η μαλακία/κ.λπ.»

#6
Ο ΑΛΛΟΣ

@αλάιβτζπ: Σωστός!!