(Πάτρα): Ομάδα, (αντρο)παρέα, σκυλολόι, μπουλούκι.

Προφανώς από τους τούρκους τσέτες = μπουλούκι ατάκτων στρατιωτών.

Συνώνυμο: πουτσαρά-μπουλούκ(ι).

Θά 'ρθεις το βράδυ στο Σκέτζο; Θα μαζευτεί όλη η τσετία εκεί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

σκέτζος φίλε...

#2
HODJAS

νταπάουα!

#3
Zeppelos

Κανονίστε το βράδυ να μαζευτούμε τσετία να πάμε Αβαντάζ