Επίσης, θα σε ( θα τού) γιουρντήξω.

Σημαίνει: Θα του επιτεθώ και δεν θα καταλαβαίνω τίποτα, δεν θα λογαριάσω απώλειες. Βλ. και το παρεμφερές γιούργια στα παλιούρια.

Θα του ορμίσω λοιπόν με αγριότητα μια και το μυαλό μου έχει τρελαθεί και δεν διέπομαι από τους κανόνες τοις κοινωνίας που ζω. Αν και μέσα μου ένας δεύτερος εγώ μου μού λέει «σταμάτα» αλλά τον καταπιέζει ο πρώτος και άγριος εαυτός μου. Είμαι δηλαδή σε βρασμό ψυχής και πιθανότατα σε κατάσταση προσωρινής σχιζοφρένειας.

Όταν λοιπόν κάποιος γιουρτά σε κάποιον άλλο, ο επιτιθέμενος έχει εκτραχηλιστεί πλήρως και θέλει προσοχή.

Πιθανότατα να προέρχεται από το γιουρούσι που σημαίνει επίθεση.

Κρατάτε με ρε θα του γιουρντήξω, δεν μου τη γλυτώνει, ααααααααααααααααααααααα…

(σ.ς. τα συνεχόμενα ααα είναι ο ήχος του εγκεφαλικού διακόπτη στην αλλαγή από νορμάλ σε σχιζοφρένεια).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
xalikoutis

δεν ξέρω αν λέγεται κι αλλού, αλλά στην Κρήτη είναι «γιουρουντώ» στον ενεστώτα οριστικής και γιουρουντήξω στην υποτακτική....

Γενικά στην Κρητική διάλεκτο δεν έχουμε ασυναίρετους τύπους «άω» και τέτοια....

#2
ο αυτοκτονημενος

το πρωτακουσα εδω στο βολο απο φιλω βερο βολιοτη ταξιτζη και το ξαναακουσα απο ενα φιλο σημερα το μεσημερη τι να πω ;;