Βαριά Σεκλέτια Έχω Απόψε.

Διάθεση ένα με το πάτωμα, στεναχώρια, πλάκωμα, με αρκετή τζούρα τσαντίλα.

Έχει σεκλέτια ο καημένος δεν του κολάν τα ένσημα στην οικοδομή.

Να πιει τις μπύρες ή τα ουζάκια του, να βγάλει τα σεκλέτια του, να κάνει τους γύρους» του στην πίστα, να το ρίξει έξω. ...

Μπάφιασα απτά δέρτια μου
και απτά πολλά σεκλέτια μου
κουράγιο είχα στην ζωή μα τώρα που σε χάνω
θα ήταν προτιμότερο για μένα να πεθάνω ,

Κάτσε και γλέντησε με μάς
Σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς
Κι αν έχεις πόνο μέσα στην καρδιά
θα τον ξεχάσεις με μια διπλοπενιά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Από τη τουρκική λέξη siklet, που σημαίνει βάρος.