α) Στην καρακοσμάρα του, άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει χριστό απ' ό,τι γίνεται γύρω του.

β) Εκ του α), συνεννόηση τσιμπούκι, δλδ. γάμησε τα, γάμα τα.

Αγνώστου ετυμολογίας και προέλευσης (πιθανολογείται σύντηξη με το Σεφέρλειο «α καλό εεε;» και το αούα)

- Άσε ρε Γιώρη, πού να σ'τα λέω, ρόμπα έγινα σήμερα ανήμερα του Άη Λια...
- Γιατί τι παίχτηκε;
- Να, πρωί πρωί μπαίνω κόκκαλο στη βάρδια, κολλητά από κλάμπινγκ και έρχομαι στην πύλη, φάτσα κάρτα με τον βάις (vice president) τον Ηλιόπουλο...
- Ε και;; - Εεεε να, τρώω κόλλημα και του λέω χρόνια σας πολλά Κε Ηλιόπουλε, ένεκα επωνύμου...
- ΚΑΛΑΑΑΟΥΑ, γάμα τα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία