Λέξη που σημαίνει κάτι το «στημένο», δηλαδή κάτι με προσχεδιασμένο αποτέλεσμα. Ξενικής προέλευσης μάλλον, ενδεχομένως Γαλλικής.

  1. - Η Κολοπετινιτσάρα του ξέσκισε τα βάρδουλα του Βύζαντα!!! 3-0 έληξε!
    - Καλά τώρα... σικέ ήταν ο αγώνας... όλοι το ξέρουν.

  2. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης δήλωσε ότι οι εκλογές ήταν σικέ και πως πρέπει να εξεταστεί το αποτέλεσμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Όντως γαλλικής:

< chiqué = προσποιητός, απατηλός < chic = σικ.
Στα γαλλικά νομίζω σημαίνει μάλλον επιτηδευμένος.

#2
HODJAS

Ήταν επιτηδευμένο το ματς. Ο ομοφυλόφιλος ο διαιτητής έπαιζε έδρα και ο πωληθείς ο τερματοφύλακας έδεσε τα κορδόνια του πριν τη σέντρα...