Παλιά αργκό των κουτσαβάκηδων για την αμφίστομο κάμα (συνήθως βουλγάρικης προελεύσεως) ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια» ή «γκαρδιακιά» (φυλάσσονταν στην εσωτερική τσέπη σακακιού στη θέση της καρδιάς) ή «σπαθί» ή «κέρατο», με την οποίαν ξεκοίλιαζαν ή έκοβαν / χαράκωναν με άνεση τους αντιπάλους τους (βλ. Ναπολιτάνικο sfregio=ατιμωτικό κόψιμο μάπας). Άλλωστε και τα παλικάρια του ’21, όταν συνελάμβαναν κανέναν κιοτή ή χαφιέ ή προσκυνημένο / νενέκο, του ’κοβαν το μαλλί ή το μουστάκι με το ελάχιστα ακονισμένο μαχαίρι τους (βλ. και «Σουλιώτικο ξύρισμα»).

Ο Μίσσιος και ο Πικρός αναφέρονται ειδικώς στον τρόπο με τον οποίον οι σκληροτράχηλοι μαχαιροβγάλτες χειρίζονταν το λεπίδι με ακρίβεια χειρουργού και δεξιοτεχνία μαέστρου...

Η κάμα των κουτσαβάκηδων ήταν καμάρι γι’ αυτούς (τη στόλιζαν με δίστιχα αχ-βαχ κλπ) και φόβητρο για τους αντιπάλους τους: αράζανε π.χ. στο Πάγκειον, απιθώνανε τη διμούτσουνη στο τραπέζι και δηλώνανε ότι θέλουν να πιουν τον καφέ τους μονάχοι (!). Τούτο σήμαινε ότι έπρεπε να εκκενωθεί πάραυτα το καφενείο, αλλιώς θα γινότανε σαματάς κι ο ταμπής έσπευδε να τζάσει τους διστακτικούς παρισταμένους να σώσει το μαγαζί. Εκείνος που θα έμενε, ήξερε τί έκανε, αφού είχε βερεσέδια με δαύτον κι η παραμονή του σήμαινε ότι προκαλούσε ανοιχτά τον κουτσαβάκη σε μονομαχία μέχρι θανάτου, σα να του πατούσε το ζωνάρι...

Καθένας από τους μαχομένους θα επιζούσε μόνον αν το επέτρεπε η φιλευσπλαχνία του νικητή και υπό την προϋπόθεση ότι θα «έκανε ράι» (βλ. ραγιάς) δηλαδή θα δήλωνε ισόβια υποταγή σ’ αυτόν (ραϊτζής).

Άλλοτε πάλι, αν ήθελε να ξεφτιλίσει τους αντιπάλους του ή να κάμει επίδειξη ισχύος, έβαζε τους παρισταμένους να περάσουν κάτω απ’ το μαχαίρι του εν είδει σκήπτρου ή τοπουζίου (κεφαλοθραύστης), όμοια όπως έκανε ο Αλή-πασάς, χωρίς να λείπει πού και πού κανένα αγγλοπρεπές «ιπποτικόν χρίσμα» (κατέβασμα μάπας) σε κανέναν όχι πλήρως υποταγμένο (και άρα εν δυνάμει επικίνδυνο) αντίπαλο.

Είναι σημαντικό να ειπωθεί πως, αυτός που κουσούμαρε (έφερε) μαχαίρι, αν το μόστραρε έπρεπε πάση θυσία να το χρησιμοποιήσει και δη επιτυχώς. Πισωγυρίσματα δεν υπήρχαν και η αποτυχημένη απόπειρα ετιμωρείτο με το κυριολεκτικό χώσιμο ή κάρφωμα του μαχαιριού στον κώλο του κουσουμάροντος (βλ. σχετική «τούρκικη εκδίκηση» καθώς και το μουρμούρικο «βρε μάγκα το μαχαίρι σου» Γ. Κατσαρός).

Ο Μπαϊρακτάρης, προ αιώνος, όταν συνελάμβανε κουτσαβάκηδες, εκτός απ' το μπερντάχι / μπερντάκι που τους έριχνε στα κρατητήρια, τους επέβαλλε και δημοσία (με υπογεγραμμένη) στην πλατεία Κλαυθμώνος την ξεφτίλα της μόστρας (ξούρισμα μύστακος, ψαλίδισμα τσουλουφιού ή σακακιού / παντελονιού / ζωναριού / καπέλου, πρακτική που αναβίωσε στη Χούντα με τους χωροφυλάκους του Λαδά που κυνηγούσαν τους «χίππηδους» και τους κόβανε τα μπατζάκια ή τα μαλλιά και που ανάγεται στην βυζαντινή διαπόμπευση βλ. κουράζομαι = στεναχωριέμαι<κείρομαι), έβαζε τους κούτσαβους να σπάνε μόνοι τους (κλαίγοντας) με τη βαριά τα φονικά τους όπλα: συνήθως την κάμα, τη μαγκούρα («κερασέα») και το πιστόλι (κουμπούρι, σίδερο ή κούφιο) και στη συνέχεια τους ξαπόστελνε για την ψειρού ή για εκτοπισμό, κατόπιν δίκης.

Σημειωτέον ότι στο ρεμπέτικο «οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» ,από πολλούς αποδίδεται στον Μπαϊρακτάρη η έννοια του «τρένου» που τους εξαφάνισε, ενώ πρέπει μάλλον να πρόκειται για τον συρμό που τους κατάπιε (βλ. «χάθηκε ο τύπος του ρεμπέτη - αλλάξαν οι πενιές του μπουζουκιού - Ψειρή / Μοναστηράκι και Χαυτεία, δεν είναι πια τα στέκια του Ρωμηού», Ρ. Σακελλαρίου, «τώρα πια κι οι κόμησσες κρατούν κομπολογάκι» Γ. Νταλάρας, «γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια» Τζιμάκος κ.α.).

Όπως λέει και το Ιερόν Ευαγγέλιον: μάχαιρα έλαβες και μάχαιρα θα λάβης...

- Προχτές το βράδι μου την πέσανε στο Α.Τ.Μ. που πήγα να σηκώσω λεφτά.
- Και τί έγινε;
- Τραβάει ένας από δαύτους μια διμούτσουνη, ένα σπαθί να! Και μου λέει βγάλε όσα έχεις στην κάρτα!
- Και τί έκανες;
- Τί να κάνω; Μόκο. Πάρ' τα κι άμε στο καλό. Για τέτοια είμαστε;

Σκηνή από την ταινία "Midnight express" (από allivegp, 28/08/09)Ελίνι Δημούτσος (από allivegp, 29/08/09)Διμούτσουνη κουμπούρα (από poniroskylo, 01/10/09)στο τριμούτσονο μου φίδι! (από BuBis, 02/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Σπεκάουα.
Ο «τούρκικη εκδίκηση» παίζει και στην ταινία «Το Εξπρές του Μεσονυκτίου» (1978) του Άλαν Πάρκερ, με πρωταγωνιστή τον μακαρίτη Μπραντ Ντέιβις (εγγόνι του πρώτου και μοναδικού Προέδρου των Ομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής aka «Νότιοι» Tζέφερσον Ντέιβις) και μικρή αλλά σπουδαία εμφάνιση του «δικού μας» Μιχάλη Γιαννάτου.

#2
HODJAS

Παίζει κι ο Ζανίνο τον Αστυνομικό Δ/ντή!

#3
Desperado

Καρασπέκια εφέντη'μ! Περιγραφικότατος και αναλυτικότατος.

Η αντίστοιχη τιμωρία για χαφιέδες στην Ιρλανδία (από τα καλά παλικάρια του IRA), ήταν πυροβολισμός στο γόνατο. Αφενός τον άφηνε σακάτη για μια ζωή και αφεδύο, έκανε μπαμ από μακριά ότι είναι χαφιές.

#4
HODJAS

Φχαριστώ τζιγιερίμ! Πο-πο ζοριλίκια οι κοκκινοτρίχηδοι! Σκέτοι Ζορό!

#5
Vrastaman

Τήνελλα, ω καλλίσλανγκε!

#6
HODJAS

Φχαριστάω και αντισπεκάρω Βράστα μπράδα!

#7
electron

Ενδιαφέρον. Μέχρι τώρα ήξερα την διμούτσουνη οχιά!!! Κι ήμουν έτοιμος να δώσω και ορισμό. Ευτυχώς δεν προχώρησα. Θα με χαρακώνανε οι κουτσαβάκηδες!! Την γλύτωσα την αφεντομουτσουνάρα μου!

#8
poniroskylo

Όντως ενδιαφέρον. Εγώ ήξερα το διμούτσουνη να αναφέρεται μόνο σε πυροβόλο όπλο με δυο κάννες - διμούτσουνη κουμπούρα (δες και φωτό), διμούτσουνη πιστόλα, διμούτσουνη καραμπίνα. Και αυτή την σημασία βρίσκω στις περισσότερες αναφορές ονλάιν.

#9
HODJAS

Πράγματι, λεγόταν και το δίκαννο κουμπούρι έτσι.

#10
dryhammer

Όταν πρωτοείδα εκείνα τα λεωφορεία που σουλατσάριζαν κάποτε στο λιμάνι του Πειραιά για πηγαινοφέρνουν επιβάτες στα πλοία, με δύο θέσεις για οδηγό, μια μπρός και μιά πίσω για να μήν κάνουν αναστροφή, κατάλαβα την έννοια του διμούτσουνου