Το τελευταίο κρασί που περίσσεψε στο βαρέλι. Έχει ιδιαίτερη μυρωδιά και βαριά γεύση και είναι κάπως θολό, καθότι έχει ίχνη από το κατακάθι.

Σε κάποιους αρέσει, αλλά δεν είθισται να το προσφέρουμε.

Από το ρήμα σώνομαι = τελειώνω.

- Άντε γεια μας!
- Γεια μας!
(...)
- Μπλιάχ! Τι σκατά κρασί μας έδωσε ο μαλάκας; Θα πάθουμε τίποτα!
- Μ, ναι, σώσμα μας έφερε. Δεν θα πάθεις τίποτα, αλλά κάτσε να του πω του αρχίδαμου να μας φέρει από το καινούργιο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Stravon

Γνωστές είναι εξάλλου και οι σωσματζούδες κατά το καφετζούδες οι οποίες λένε το κρασοπότηρο
Αστειεύομαι :)

#2
Galadriel

Μπράβο μωρέ ιρονίκ.

#3
Vrastaman

Αντώνυμο: το γιοματάρι.

Η παππουδίστικη αισθητική θέλει το οποιοδήποτε κρασί προσφέρεται ως κέρασμα να αποκαλείται σώσμα ή γιοματάρι.

#4
iron

Σωστός! (είπε εκείνη μετά από 2 χρόνια):

γιοματάρι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ γιομάτος + κατάλ. -αρι] κρασί που προέρχεται από βαρέλι που μόλις ανοίξαμε.

από εδώ

#5
dryhammer

Ειδικά στις ρετσίνες, που έβαζαν γύψο (CaSO4) για συντηρητικό, το σώσμα ήταν πολύ θολό.