Σημαίνει «αυτός». Χρησιμοποιείται επίσης με την έννοια «ο δικός σου», «ο φίλος σου».

Το θηλυκό και ουδέτερο είναι το κατέ. Πληθυντικός: αποκατέ.

Κατέ, το αφήνω στην φαντασία σας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

I'm sis, το αναγραμμαντείο σε καλωσορίζει στο σλανγκρρ

#2
smoke

Μισώ τις προβατέ που αβέλουνε μπερντέ
και μένω αποκατέ(επίρ.εδώ, εκεί.2η σημασία)
λατσή και κατσικέ
Πετρόπουλος οφκόρς,επιβεβαιωμένος από μαρτηρία υπερ
ήλικα ομοφυλόφιλου μορφέα.

#3
vikar

Διάβαζα λοιπόν τα «Μπλέ καστόρινα παπούτσια» του Σκρουμπέλου (οπου παίζουν πολύ συχνά τα καλιαρντά), και κάπου υποσημειώνει οτι το κατές σημαίνει «τύπος».