«Κομμάτι χασίς που τοποθετούσαν στον αργιλέ» γράφει επιλέξει ο Πέτρος Πικρός στο γλωσσάρι του στα Χαμένα κορμιά, ερμηνεία που επαναλαμβάνεται σποραδικά και στο διαδίκτυο (δείτε εδώ ή εδώ πιχί). Γενικότερα φαίνεται να σήμαινε επεξεργασμένο, «ψημένο» μαύρο, το οποίο, αν δεν χρησιμοποιούσαν στο ναργιλέ, θα χρησιμοποιούσαν για μπάφους (ακόμα και άστριφτους, δείτε εδώ).

Η λέξη ίσως να προέρχεται από το γαλλικό ηχομιμητικό chiquer που σημαίνει «μασάω καπνό» και δύσκολα να 'χει σχέση με το γνωστό ισπανικό chica, που προέρχεται από το λατινικό ciccum (μικρό, ασήμαντο, ευτελές αντικείμενο) και σημαίνει «κορίτσι, νεαρή κοπέλα», ή γενικότερα «γκόμενα».

  1. Το Μήτσο τον έφαγε η τσίκα, η τσίκα και η συλλογή. Η τσίκα τού 'φαγε το πλεμόνι κι' η συλλογή... η συλλογή τού 'φαγε το... (Π. Πικρός, «Κουρέλια»)

  2. Άντε χθες το βράδυ στου Καρίπη βρε εφουμάραμε χασίσι
    άιντε εφουμάραμε την τσίκα άντε μ' ένα μάγκαν απ' τη Σύρα
    (Γ. Κατσαρός, «Χτες το βράδυ στου Καρίπη»)

  3. Όταν καταλαβαίνανε ότι ο τεκετζής δεν είχε καλό μαύρο, του λέγανε. Πάνε ρε Γιώργο να πάρεις κάνα δυο τσίκες απ' το μπαρμπα-Βαγγέλη να φουμάρουμε. Η τσίκα ήταν μισό δράμι... Αφού μαστουριάζαμε, ο τεκετζής έλεγε σ' έναν εκεί: βίρα, Απόστολε, βάλ' τα στη ζούλα τους. Σ' ένα μέρος οπουδήποτε για να μη φαίνονται. Και να 'ρθει η αστυνομία να ψάξουνε και να μη τα 'βρουνε. (Μ. Βαμβακάρης, «Αυτοβιογραφία», από 'δώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
vikar

Παραγγελιά του Χάν στο δουπού.

#2
Khan

Εύγε Αιδεσιμοσλανγκιώτατε! Ας αναλάβει κάποιος γνώστης και το τσικαμπούμ!

#3
johnblack

Το τσικαμπούμ νομίζω έχει θέση εδώ στα σχόλια. Τώρα αν επιμένετε...

#4
Khan

επιμένουμε

#5
knasos

Βικαρ φαντάσου τι θα υπήρχε τώρα στη γραμμή των μυδιών αντί των ασπρομαυρων τύπων αν δεν εγραφες την τελευταία πρόταση...

#6
vikar

Ξέχασα ν' αναφέρω οτι, όντως, έχει ήδη γίνει σχολιασμός γύρω απο την τσίκα και το τσικαμπούμ στο τυρί --σόρι.

Και ρέ Κνάσο, αφού το ξέρεις οτι δέν θέλει πολύ να γίνει της πόπης στα πολυμέσα, τί το θίγεις το θέμα;!... :-Ρ

#7
BuBis

chico, chica και chiquito / chiquita (στην Κολομβία παίζει και το chiquitito) στα καστεγιάνικα σημαίνει το μικρό αλλά και το παιδάκι, το πίτσκο. Λογικό να σημαίνει και την μικρή ποσότητα

Μην ξεχνάμε και την μεγάλη ladino γλωσική κληρονομιά ιδίως στην Θεσσαλονίκη, που έσβησε με την εισβολή των Ναζί και το Ολοκαύτωμα...

Yπάρχει και γνωστός μαρξυστής...

#8
BuBis

Kάπου στο νέτι βρήκα και το ακόλουθο: Την «τσίκα» ή «Γούργουλα» που είναι το δοχείο του ναργιλέ, φτιαγμένο από γυαλί ή κολοκυθά ή πηλό. Καλύτεροι «γούργουλες» θεωρούνται αυτοί που φτιάχνονται από το κέλυφος του ινδοκάρυδου.

#9
GATZMAN

Δεν μπορούσα να μην πάρω πάσα ω Bubis. Δηλαδή ο όρος μπανάνα τσικίτα παραπέμπει σε γαριδάκι; Αχ...τέτοια γράφω και θα με αφορίσει ο αιδεσιμότατος

#10
vikar

Έχω μιά επιφύλαξη στον ορισμό. Γι' αυτό εκεί που λέω «γράφει επιλέξει ο Πέτρος Πικρός στο γλωσσάρι του στα Χαμένα κορμιά», δέν είμαι και τόσο σίγουρος τελικά. Παίζει να μήν το γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλα η επιμελήτρια των επανεκδόσεων των βιβλίων του, Χ. Ντουνιά.

Είμαι λίγο μπερδεμένος με τα γλωσσάρια αυτά του Πικρού. Σε επεισόδιο της σειράς «Εποχές και συγγραφείς» αφιερωμένο στον ενλόγω συγγραφέα (μπορείτε να την βρείτε στο φιλόδοξο ψηφιοποιημένο Οπτικοακουστικό Αρχείο της ΕΡΤ), αναφέρεται οτι είχε συμπεριλάβει ο ίδιος γλωσσάρι στις πρώτες εκδόσεις. Στις επανεκδόσεις ωστόσο, τα γλωσσάρια αποδίδονται στην επιμελήτρια.

Άν κανείς χριστιανός (βρε και άχριστος νά 'ναι δέν έχω πρόβλημα) έχει τις παλιές εκδόσεις, θα με υποχρέωνε άν μου το ξεδιάλυνε αυτό.

#11
HODJAS

Για κοίτα και σχόλια εδώ