Λέξη από τον κόσμο των κατεβαστηρίων. Οι κατεβαστηρίοντες χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: του σήντερς (seeders) και τους λίτσερς (leech).

Οι μεν πρώτοι, ενώ οι δεύτεροι.

Οπότε, σηντάρω πα να πει παρέχω δεδομένα, είμαι καλό παιδί και κουλ τύπος, ενώ το λιτσάρω, κατ' αντιστοιχίαν πα να πει ότι μόνο κατεβάζω, άρα είμαι παρτάκιας και ίσως και πανί αν το κάνω συστηματικά. Το λιτσάρω χρησιμοποιείται και με την γενικότερη έννοια του καβατζώνω, και όχι μόνο δεδόμενα.

  1. - Πρέπει να το αφήσω να σηντάρει λίγο, γιατί έχει πέσει το ρέησιο και δεν παίρνω πραϊόριτυ ούτε με ευχέλαιο.
    - Στη μάνα σου το είπες;;

  2. Πάλι τέλειωσε η ζάχαρη ρε πούστη, έχω γαμηθεί να λιτσάρω απ' τον γείτονα...

Βλ. και σιντάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Να δεις που θα βγει κι έκφραση λιτσερόπουστας.

#2
Khan

Γιατρέ μου, το σηντάρω κυριολεκτικά (αγγλιστί) σημαίνει σπέρνω;

#3
Vrastaman

Κουμπώνει απόλυτα!

#4
allivegp

Και leech είναι η βδέλλα, άρα λιτσάρω=παρασιτώ, ρουφάω όπως η βδέλλα.

#5
Vrastaman

#6
Khan

Ave Vrastaman, οι αρχαιόκαυλοι σε χαιρετούν!

#7
iron

να σπαμασχιδιάσω λίγο, είμαι υπέρ της γραφής με -η- (γιατί αλλιώς νομίζει κανείς ότι το σιντάρω έχει να κάνει με το σιντί), οπότε σφωνώ με τζίζα, όμως τι γίνεται με το λιτσάρω, δεν θα έπρεπε και αυτό να γράφεται με -η-;

#8
jesus

είμαι η λίτσα. αφήστε μήνυμα.

(αλλά έχεις δίκιο)