Οπαδιλίκι είναι η πλειοδοσία σε πίστη και αφοσίωση προς μια αθλητική ομάδα, που όμως γίνεται υστερόβουλα, προς εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.

Πουλώντας οπαδιλίκι καπελώνουμε τους αμφισβητίες μας και εγγράφουμε υποθήκη για την ανάδειξη μας σε πυλώνα της ομάδας, είτε αγωνιστικά (αν είμαστε αθλητές), είτε διοικητικά (αν είμαστε παράγοντες).

Παράδειγμα οπαδιλικιού είναι οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί του διοικητικού παράγοντα Αχιλλέα Μπέου μέσα στη βροχή μετά από μια νίκη του Πανιωνίου επί του Πρέσβη ή οι δηλώσεις του προπονητή του μΠΑΟΚ Φερνάντο Σάντος, ότι ορθώς ο αμυντικός της ομάδας του Πάμπλο Γκαρσία γρονθοκόπησε εκτός φάσης τον Ντιόγκο του Ολυμπιακού, «αφού ο τελευταίος τον είχε προκαλέσει».

Το οπαδιλίκι είναι καταδικασμένο στην συνείδηση των υγιών φιλάθλων, ωστόσο εντυπωσιάζει τους ευκολόπιστους οπαδούς και αποφέρει (βραχυπρόθεσμη έστω) ανανέωση της εμπιστοσύνης τους, μέχρι το επόμενο στραβοπάτημα της ομάδας, οπότε το κράξιμο γίνεται χοντρότερο.

Το λήμμα σχεδόν απαράλλαχτα συντάσσεται με το ρήμα «πωλώ».

Συνώνυμο: βασιλικότερος του Βασιλέως

(Σχόλιο οπαδού της ΑΕΚ σε blog αναφορικά με τις δηλώσεις του Ντούσαν Μπάγιεβιτς ότι «Στην ΑΕΚ νιώθω σαν στο σπίτι μου»):

Δεν είναι οπαδιλίκι αυτό; Δεν είναι μεγάλη δήλωση; Πουλάει οπαδιλίκι γιατί το έχει ανάγκη. Τέτοιος ήταν πάντα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία