Πάφλας λέγεται ο τσίγκος, ένα μεγάλο κομμάτι από τσίγκο που καλύπτει διάφορα μέρη από κατασκευές, μπαλώματα στα παλιά σπίτια, διότι φθηνό και βολικό.

— Έχεις κανένα κομμάτι πάφλα να καλύψω το γκαράζ γιατί γέμισε νερά;
— Φίλε ό,τι θες, μόνο κάρφωσέ το καλά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Μιτζνούρ

Το ξέρω πάφιλα

#2
dryhammer

Παρόλο που τα λεξικά δίνουν στον όρο πάφιλας κάτι αντίστοιχο με τον ορισμό, εγώ την λέξη (πάφιλας) την ξέρω να περιγράφει καποιο πολύ λεπτο φύλλο μετάλλου με πάχος όσο της επιμετάλλωσης. (Σαν να λέμε ότι τα νίκελα είναι σίδερα με πάφιλα από νίκελ)

πχ

Με τις κωλοβενζίνες τους το τεπόζιτο σκούριασε από μέσα κι έγινε πάφιλας. Το πήγα να το βαψω κι έχανε από χίλιες τρύπες