Γενική και ασαφής απειλή όπου δεί. Μάλλον ετυμολογείται από θυελλώδες ξέσπασμα το οποίο, δίκην χιονοστιβάδας, ή ανεμοστροβίλου, μας παρασέρνει και μας σηκώνει.

  1. Μη διανοηθεί να βγάλει κανείς σκονάκι, σας πήρε και σας σήκωσε, κωλόπαιδα!

  2. Αν την πέσεις στην Ελένη, σε πήρε και σε σήκωσε. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Γκέγκε;

  3. Ήρθε ο Μάνος από τις Βρυξέλλες και τους βρήκε να καπνίζουν χόρτο μέσα στο γραφείο. Άσε, έγινε της πουτάνας· τους πήρε και τους σήκωσε!

(από panos1962, 15/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Ο διάολος, νο;

#2
panos1962

Μα, γες, ιντιντ!