Χαλάω κάποιον, ή κάποια, σημαίνει στη λιμανίσια αγοραία αργκό του υποκόσμου το ξεπαρθένιασμα, ή γενικότερα το άγριο ξέσκισμα, το ξεπάτωμα. Βεβαίως ο όρος χρησιμοποιείται και από την «καλή» λεγόμενη κοινωνία, π.χ. «Πα, πα, πα, το χάλασε το κορίτσι μας ο αλήτης», ή «Τον έστειλαν οι γονείς του να σπουδάσει, αλλά τον έμπλεξε στα δίχτυα του ένας ελεεινός, τάχα ζωγράφος, και το χάλασε το παιδί».

  1. - Τα 'μπλεξε μ' αυτόν τον αλήτη το Μπάμπη το μανάβη και δε διαβάζει ντιπ το παλιοκόριτσο.
    - Καλέ, ξέρεις πόσα κορίτσια έχει χαλάσει αυτός; Τράβηξέ την από δαύτον πριν είναι αργά.

  2. - Τι κάνει ο Αντρέας του Νικόλα;
    - Τι να κάνει; Το γύρισε το φύλο. Δεν τα 'μαθες;
    - Άσε, ρε. Τι μου λές; Προπέρσι θυμάμαι που χτύπαγε γκομενάκια στην ψησταριά που δούλευε, στα κάστρα.
    - Ακριβώς! Το αφεντικό του τον χάλασε. Κάθε βράδυ τον πασπάτευε και του ζητούσε να του κάθεται για να μην τον απολύσει.
    - Πω, πω, καημένε Νικόλα, σε λυπάμαι. Κρίμα πάντως το παιδί...

Πήγε να ψωνίσει απ\' το Μήτσο και το χάλασε το κορίτσι ο άτιμος! (από panos1962, 20/11/09)διακορευτής ή περφορατέρ (από allivegp, 20/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
panos1962

Σχετικό και το γιαπωνέζικο παραδοσιακό χάι κου:

[I]Θυμάσαι εκεί στη θάλασσα,
τότε που σε χάλασα;[/I]

Επίσης, σχετικό, αλλά Ελληνικό το δίστιχο:

[I]Θυμάσαι στο Παλιούρι,
που σου πήρα το κουλούρι;[/I]

#2
allivegp

Στα ηρωικά χρόνια του '21 και της κλεφτουριάς, χαλάω σημαίνει «σκοτώνω». Το χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύμετα του π.χ.«Και τότε ο άθλιος ο Γκούρας τόνε χάλασε» (τον Δυσσέα).

#3
panos1962

Μπορεί να εννοούσε και το «άλλο». Που να ξέρεις;

#4
iron

ρε πστ, δεν παλεύεται αυτή η κορμάρα, να μην την ξαναδώ παρακαλώ σε μήδι, άντε.

#5
deinosavros

Στος ο αγίβε. Το χαλάω = σκοτώνω έπαιζε μέχρι και την Κατοχή.