Τουλουμιάζω κάποιον σημαίνει ότι τον δέρνω άσχημα, τον κάνω ασήκωτο. Το λήμμα έλκει την καταγωγή από το τουλούμιασμα του τυριού, ή άλλων τροφίμων, που είναι το σφιχτό κλείσιμο σε δερμάτινο ή πάνινο ασκί των τροφών με στόχο τη φύλαξη ή τη μεταφορά τους.

  1. Πείραζε τα κορίτσια και βγήκαν δυο τετράγωνοι και τον τουλουμιάσανε.

  2. Πήγα να ζητήσω τα ρέστα, ο μαλάκας, και με κάναν τουλούμι στο ξύλο.

  3. Μπλεχτήκανε με τα ΜΑΤ και τους τουλουμιάσανε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία